Το διαμέρισμα βρισκόταν στον έκτο όροφο του κτιρίου Φλάταιρον, ενός παλιού ουρανοξύστη, που στεκόταν στη γωνία της εκατοστής εβδομηκοστής πέμπτης λεωφόρου στην πόλη της Νέας Υόρκης από το 1902 με τα κεφάλια των Μεδουσών στην στενότερη πλευρά του κτιρίου να ατενίζουν με καχυποψία τους περαστικούς.
Το διαμέρισμα αγόρασε ο Άνταμ Λεβί το 1950 μόλις παντρεύτηκε και έζησε όλη του τη ζωή εκεί μαζί με την γυναίκα του και το γιο του Τζέιμς που σήμερα ήταν ο μοναδικός θαμώνας του παλιού αλλά καλά διατηρημένου διαμερίσματος με τα τεράστια παράθυρα που έβλεπαν και στις δύο πλευρές της πολυσύχναστης λεωφόρου.
Έξω η μέρα ήταν συννεφιασμένη και μουντή, το κρύο τσουχτερό. Ήταν ο πιο βαρύς χειμώνας των τελευταίων πενήντα χρόνων. Ο Τζέιμς ξύπνησε ζαλισμένος. Κοίταξε το χρυσό ρολόι χεριού στο κομοδίνο, ήταν δώδεκα και τέταρτο, Κυριακή, πρώτη του Γενάρη. Στα αυτιά του ηχούσαν ακόμα οι δυνατές φωνές, οι καραμούζες και τα τραγούδια από το ψεσινό πάρτι. Σύντομα θυμήθηκε ότι δεν είχε κοιμηθεί μόνος. Γύρισε αργά το ζαλισμένο του κεφάλι και είδε δίπλα του μια πανέμορφη κοκκινομάλλα να κοιμάται με το γυμνό της στήθος ξεσκέπαστο να ανεβοκατεβαίνει αργά σε κάθε της αναπνοή.
Ο Τζέιμς έκλεισε και πάλι τα μάτια για να φέρει στο μυαλό του την ανάμνηση όλων όσων είχαν γίνει το προηγούμενο βράδυ. Την είδε για πρώτη φορά στο πάρτι, με το που πέρασε το κατώφλι της εισόδου και την είδε με εκείνο το κατάλευκο φόρεμα είπε μέσα του «αυτή τη γυναίκα τη θέλω» Πόσο μάλλον όταν άκουσε και το όνομα της. Και αυτό που ήθελε ο Τζέιμς γινόταν. Είχε τον τρόπο να το πραγματοποιεί. Έτσι κι έγινε, την προσέγγισε, μίλησαν όλο το βράδυ και είχε τον τρόπο να λέει πάντα αυτά που θέλουν να ακούνε οι γυναίκες, ήπιαν τα ποτά τους, σαμπάνιες και κρασιά και σφηνάκια για το καλό του Νέου Χρόνου και λίγο πριν τις τρεις την έφερε στο διαμέρισμα του.
Σεξ. Ίσως το καλύτερο που έκανε ποτέ στη ζωή του. Υπήρχε τόση έλξη, τόση χημεία, τόσο πάθος με αυτή την άγνωστη κοκκινομάλλα που δεν κατάλαβε πότε ξημέρωσε και πότε αποκοιμήθηκαν αποκαμωμένοι. Ήταν μια ασυνήθιστη έκπληξη αυτή η ερωτική έκρηξη που ένοιωσε. Συνήθως οι προηγούμενες του παρτενέρ, με το αλκοόλ να τους χτυπάει στο κεφάλι, ξεχύνονταν και απελευθερώνονταν σε σημείο χυδαιότητας, ή απλά έγερναν μεθυσμένες και πηγαινοέρχονταν κάτω από τις ρυθμικές ωθήσεις του δικού του κορμιού αφήνοντας καμιά ξεψυχισμένη κραυγή ή απλά χασμουριόντουσαν. Και τότε και ο ίδιος ‘έπεφτε’ για ύπνο χωρίς καμιά περαιτέρω προσπάθεια για να τελειώσει, αφού δεν είχε νόημα.
Αυτή η κοπέλα όμως δεν είχε καμιά σχέση με τις άλλες. Δεν είχε μεθύσει, παρόλα αυτά όταν ήρθε στο διαμέρισμα του δεν είχε καμιά αμφιβολία ή ενδοιασμό για το λόγο που ήρθε μαζί του. Αυτή η κοπέλα ήθελε να έχει τον έλεγχο. Και ο Τζέιμς αφέθηκε για πρώτη φορά στα χέρια κάποιας γυναίκας και παρέδωσε τα ηνία. Και αυτό που τον φόβιζε περισσότερο ήταν το πόσο το είχε απολαύσει, ένοιωθε ευάλωτος.
-Καλημέρα Τζέιμς.
-Καλό μεσημέρι εννοείς. Είναι περασμένες δώδεκα.
-έχεις κάπου να πάς;
-όχι γλυκιά μου. Πουθενά καλύτερα από εδώ.
-Καλή χρονιά!
-Χρόνια πολλά κούκλα.
-Πεινάω σαν λύκος Τζέιμς, έχει κάτι να φάμε;
Τον ξάφνιασε ! συνήθως οι γκόμενες με το που ξυπνούσαν ντύνονταν και έφευγαν βιαστικές με τα ρούχα της προηγούμενης βραδιάς, λες προσπαθούσαν να διαγράψουν με κεκτημένη ταχύτητα όσα είχαν γίνει. Ο Τζέιμς πάντα προσπαθούσε να τις πείσει να μείνουν λίγο περισσότερο. Δεν του άρεσε ποτέ η ιδέα της εγκατάλειψης. Αυτή όμως δεν φαινόταν να βιάζεται ούτε να έχει τάσεις φυγής.
-Μα, ναι, βέβαια. Πάω να φτιάξω πρωινό
Σηκώθηκε, φόρεσε το μποξεράκι του και πήγε στην κουζίνα. Έβαλε νερό στην καφετιέρα και ψωμί στην τοστιέρα.
-Μμ, μυρίζει υπέροχα ο καφές Τζέιμς.
Κοίταξε ξαφνιασμένος πίσω του και την είδε να στέκεται μπροστά του ολόγυμνη. Ξεροκατάπιε. Στο φως της ημέρας γινόταν άλλος άνθρωπος. Ντροπαλός, ξενέρωτος, καμία σχέση με τον Καζανόβα του μεσονυχτίου. Εκείνη αντιλήφθηκε την αμηχανία του και γέλασε εύθυμα.
-δεν είχες κανένα πρόβλημα με αυτά ψες, είπε δείχνοντας τα πλούσια της στήθη. Τι έγινε τώρα; ντρέπεσαι ;
-Ω, όχι , απλά να…
-Ντανιέλα..
-απλά να ..Ντανιέλα
-θα προτιμούσες να είμαι ευπρεπώς ενδεδυμένη; Αυτό είναι; να μην περιφέρομαι εδώ μέσα τσίτσιδη;
-όχι, δεν με ενοχλεί, απλά δεν είμαι συνηθισμένος στο να έχω μια γυναίκα, με αυτό το, υπέροχο σώμα, να κυκλοφορεί γυμνή στο σπίτι μου Ντανιέλα, αυτό είναι όλο.
-Να Τζέιμς. Θέλω να ντυθώ, αλλά, να .. δε θέλω να φορέσω τα ρούχα που φορούσα ψες στο πάρτι. Βρωμοκοπάνε τσιγάρα και εκείνο το κρασί που χύθηκε πάνω στο φόρεμα μου. Αν μου έδινες ένα καθαρό μπλουζάκι σου και ένα εσώρουχο θα το εκτιμούσα αφάνταστα. Με επιστροφή εννοείται, δε θα τα κρατήσω.
-Οκ , άμα είναι να επιστραφούν, μπορείς να πάρεις μόνη σου ότι θες. Ντύσου μέχρι να ετοιμάσω και τα αυγά.
-Συμφωνήσαμε. Που είναι η γκαρνταρόμπα;
-Τέρμα του διαδρόμου, δεξιά, απέναντι από το υπνοδωμάτιο.
-Είσαι Θεός Τζέιμς.
Η Ντανιέλα έκανε με μια σχεδόν χορευτική κίνηση μεταβολή και με τα κόκκινα της μαλλιά να φτάνουν μέχρι τη μέση της και τα γυμνά της πόδια έμοιαζε λες και μόλις είχε βγει από τον κήπο της Εδέμ.
-Θεός που τον κολάζεις, σκέφτηκε εκείνος χτυπώντας την ομελέτα.
Άρχισε και πάλι να τον πνίγει εκείνο το παράξενο συναίσθημα ζαλάδας και δυσφορίας. Ήταν δωδεκάμισι και δεν του είχε αδειάσει ακόμα τη γωνία. Πότε στο διάολο θα έφευγε; γιατί αν δεν έφευγε θα έκανε και πάλι έρωτα μαζί της, το ένοιωθε, τη γούσταρε τρελά αυτή τη γυναίκα, αλλά αυτός δεν ήταν για έρωτες, τη νύχτα ήταν σεξ, τη μέρα δεν θα ήταν, θα ήταν κάτι περισσότερο και τότε ίσως αυτό να οδηγούσε σε κάτι άλλο, και αυτό το άλλο δεν το ήθελε, το έτρεμε μάλιστα, το μισούσε, το απεχθανόταν. Όχι, όχι δεν ήταν για κάτι άλλο αυτός, για τίποτα άλλο.
Προσπάθησε να ηρεμήσει. Η ομελέτα ήταν έτοιμη στα πιάτα, το βούτυρο έλιωνε πάνω στα τοστ, ο καφές άχνιζε ζεστός μέσα στα φλιτζάνια.
-Θέλεις ζάχαρη ή γάλα στον καφέ σου;
Καμιά απάντηση
-Ντανιέλα; θέλεις ζάχαρη ή γάλα;
Και πάλι δεν πήρε απάντηση. Μάλλον θα χει πάει στο μπάνιο σκέφτηκε και άρχισε να δαγκώνει νευρικά ένα από τα τοστ. Πέρασαν δέκα λεπτά ακόμη. Η Ντανιέλα δεν επέστρεψε. Άρχισε να ανησυχεί. Προχώρησε με γοργά βήματα στο διάδρομο, στάθηκε έξω από το μπάνιο και χτύπησε την πόρτα.
-Ντανιέλα; όλα καλά ;
Μόνο σιωπή. Ο Τζέιμς ένοιωσε το αίμα να φεύγει από το κεφάλι του. Πήρε βαθιά αναπνοή και άνοιξε απότομα την πόρτα. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το αίμα. Αίμα στους τοίχους, αίμα στο λευκό πορσελάνινο πάτωμα, αίμα να τρέχει στο πόδι του νιπτήρα και στον καθρέφτη, γραμμένο με αίμα «ο θεός είναι ο κριτής μου» για λίγα δευτερόλεπτα δίστασε να μπει. Ήξερε ότι θα ήταν άσχημο το θέαμα. Άκουσε όμως μια ξεψυχισμένη κραυγή να ζητά βοήθεια. Έσκυψε πάνω από την μπανιέρα, καθόταν μέσα με τους καρπούς της να αιμορραγούν τις τελευταίες σταγόνες. Έτρεξε σε κλάσματα δευτερολέπτου στην κουζίνα, βρήκε το κινητό του και κάλεσε το 911. Σε λίγα λεπτά οι σειρήνες ακούγονταν έξω από το κτίριο Φλάτιρον, χτύπησε το κουδούνι και ένεψε σαν υπνωτισμένος σε δύο νοσηλευτές που προχώρησαν με ένα φορείο στο μπάνιο. Σε λίγα λεπτά βγήκαν και πάλι έξω με την κοπέλα στο φορείο, σκεπασμένη μέχρι το λαιμό με ένα πράσινο λεπτό σεντόνι και αναχώρησαν.
Ο Τζέιμς έκλεισε πίσω τους την πόρτα και έκατσε στο πάτωμα αποκαμωμένος με το κεφάλι στα χέρια και το βλέμμα στο κενό. Έβλεπε ακόμα μπροστά του το αίμα, μυριζόταν το αίμα, το γευόταν σχεδόν.
-Τζέιμς, ακούστηκε μια εκνευριστικά λεπτή γυναικεία φωνή.
-Φύγε !
-Τζέιμς Άνταμς Λέβι, του απευθύνθηκε επιτακτικά.
-Είπα φύγε.
-Σου μιλάω.
-Δεν φτάνει που έκανες ότι έκανες, μιλάς κιόλας;
- Πρόσεξε τον τόνο της φωνής σου νεαρέ.
-Γιατί μητέρα; θα «αυτοκτονήσεις» και εμένα ;
-το ξέρεις ότι δε θα μπορούσα να σου κάνω ποτέ κακό.
-Κι αυτό που έγινε μόλις τώρα τι ήταν ; Η καλή πράξη της ημέρας;
-Προληπτικά μέτρα.
-Είσαι παρανοϊκή.
-Απλά προσεχτική.
-Τι σου έφταιξε το κορίτσι μητέρα;
-Ένα τσουλάκι ήταν όλο κι όλο που σε πήδηξε καλά κι αντί να σηκωθεί να φύγει είχε και το θράσος να κυκλοφορεί στο σπίτι μου γυμνή.
-Δικό μου είναι το σπίτι πια μητέρα. Εσύ δε ζεις πια εδώ. Έχεις πεθάνει, το ξέχασες; γιατί δεν πας επιτέλους στο διάολο να ησυχάσουμε και να ζήσω και εγώ τη ζωή μου; Με έχεις καταστρέψει, σε βαρέθηκα.
-Επειδή σε αγαπώ παιδί μου; Επειδή θέλω το καλό σου;
-Έκανες ότι έκανες, φύγε τώρα, θα πάρω τηλέφωνο στο νοσοκομείο.
-Άσε, δε χρειάζεται, μην μπαίνεις στον κόπο.
-Γιατί;
-To πουτανάκι είχε κιόλας πεθάνει πριν την πάρουν σηκωτή από το διαμέρισμα.
Ο Τζέιμς σηκώθηκε εξαγριωμένος, πήρε ένα γυάλινο αυγό και της το πέταξε στα μούτρα. Αυτό τη διαπέρασε και προσγειώθηκε στον απέναντι τοίχο όπου και θρυμματίστηκε.
-Είσαι απαράδεχτος Τζέιμς. Ξέρεις πόσο αγαπώ τη συλλογή μου με τα αυγά Φαμπερζέ.
-Στον αγύριστο και εσύ και τα αυγά Φαμπερζέ και τα κρύσταλλα Βοημίας και οι πανάκριβες σου συλλογές. Όλα θα τα σπάσω ακούς; όλα!
-Δε θα τολμήσεις.
-Α, ναι, θα τολμήσω. Όπως με διέλυσες εσύ θα διαλύσω και εγώ ότι αγαπάς πιο πολύ.
-Και πότε πρόλαβες να αγαπήσεις κιόλας την κοκκινομάλλα τσούλα;
-Πάψε να την αποκαλείς έτσι. θα μπορούσα, αλλά δεν πρόλαβα. Μπήκες στη μέση, όπως κάθε φορά, ακάλεστη, και τα κατέστρεψες όλα. Ακριβώς όπως έκανες όσο ήσουν ζωντανή. Πάνε πέντε χρόνια που πέθανες, τι στο διάολο κάνεις ακόμα εδώ, μου λες;
-Ορκίστηκα να μη σε εγκαταλείψω ποτέ.
-Εμένα με ρώτησες;
-Η μάνα σου είμαι Τζέιμς
-Kαι πόσο θα συνεχιστεί αυτό μάνα; Όποτε φέρνω μια κοπέλα στο σπίτι θα τη ξεφορτώνεσαι για να μένουμε οι δυο μας ;
-Δεν έφερες και καμιά που να αξίζει Τζέιμς.
-Ζηλεύεις. Αυτό είναι όλο. Δεν αντέχεις να με βλέπεις με άλλη. Παραδέξου το. Γι αυτό δεν ξαναπαντρεύτηκες ποτέ, γι αυτό δεν έβαλες άλλον άντρα στο σπίτι, γι αυτό δεν άφησες ποτέ εμένα να παντρευτώ.
-Μη μιλάς έτσι γιε μου.
-όχι θα μιλήσω, είναι καιρός να τα βγάλω από μέσα μου. Γι αυτό ερχόσουν στο δωμάτιο μου, με φιλούσες, με χαίδ…..
-Σταμάτα !
-Και εγώ αυτό σου έλεγα αλλά δεν άκουγες.
-Σταμάτα σε παρακαλώ !
-Ακριβώς αυτό έλεγα. Αλλά εσύ δεν σταματούσες μαμά ! και δεν ήθελες να σε φωνάζω μαμά, ήθελες να σε φωνάζω με το όνομα σου, έτσι δεν είναι;
-Απλά σου είχα αδυναμία Τζέιμς, έμοιαζες τόσο στον πατέρα σου.
-δεν ήμουν ο πατέρας μου όμως, ήμουν ένα μικρό ανυπεράσπιστο αγόρι που πίστευε ότι έλεγες.
-Θα με συγχωρέσεις ποτέ γιε μου;
-Ποτέ, ποτέ ακούς; Δε θα ησυχάσω αν δεν έρθω ο ίδιος απ’ εκεί να σε αρπάξω και να σε βουτήξω ο ίδιος στην πίσσα της κόλασης. Μόνο τότε.
------------------------------ -----------
1η Ιανουαρίου , δέκα χρόνια αργότερα !
Ο Τζέιμς ξάπλωσε στο φορείο, δύο φύλακες του έδεσαν το σώμα και τα πόδια με δερμάτινους ιμάντες. Τα γυμνά του χέρια δέθηκαν σε σανίδες που εξείχαν από το φορείο, στα δύο πλαϊνά. Ένας γιατρός τοποθέτησε έναν καθετήρα σε μια φλέβα σε καθέναν από τους βραχίονες του. Μέσω του καθετήρα του διοχέτευσε 10ml διαλύματος ηπαρίνης, ώστε να εμποδιστεί ο σχηματισμός θρόμβων. Στη συνέχεια σύνδεσε μια φιάλη 1.000ml αλατούχου διαλύματος στα άκρα των καθετήρων και τον οδήγησαν στο θάλαμο εκτελέσεων.
Ένας δικαστής του απάγγειλε τις κατηγορίες
-Τζέιμς Άνταμ Λεβί, έχεις καταδικαστεί σε θάνατο για την εν ψυχρώ δολοφονία των
Ντανιέλα Αβραάμ
Ντανιέλα Στίλερ
Ντανιέλα Έβι
Ντανιέλα Στάιν και
Ντανιέλα Εμμανουέλ
-Έχεις κάποια τελευταία δήλωση μελλοθάνατε;
-Ντανιέλα Άνταμς Λεβί ετοιμάσου , έρχομαι ! ! !
Το διαμέρισμα αγόρασε ο Άνταμ Λεβί το 1950 μόλις παντρεύτηκε και έζησε όλη του τη ζωή εκεί μαζί με την γυναίκα του και το γιο του Τζέιμς που σήμερα ήταν ο μοναδικός θαμώνας του παλιού αλλά καλά διατηρημένου διαμερίσματος με τα τεράστια παράθυρα που έβλεπαν και στις δύο πλευρές της πολυσύχναστης λεωφόρου.
Έξω η μέρα ήταν συννεφιασμένη και μουντή, το κρύο τσουχτερό. Ήταν ο πιο βαρύς χειμώνας των τελευταίων πενήντα χρόνων. Ο Τζέιμς ξύπνησε ζαλισμένος. Κοίταξε το χρυσό ρολόι χεριού στο κομοδίνο, ήταν δώδεκα και τέταρτο, Κυριακή, πρώτη του Γενάρη. Στα αυτιά του ηχούσαν ακόμα οι δυνατές φωνές, οι καραμούζες και τα τραγούδια από το ψεσινό πάρτι. Σύντομα θυμήθηκε ότι δεν είχε κοιμηθεί μόνος. Γύρισε αργά το ζαλισμένο του κεφάλι και είδε δίπλα του μια πανέμορφη κοκκινομάλλα να κοιμάται με το γυμνό της στήθος ξεσκέπαστο να ανεβοκατεβαίνει αργά σε κάθε της αναπνοή.
Ο Τζέιμς έκλεισε και πάλι τα μάτια για να φέρει στο μυαλό του την ανάμνηση όλων όσων είχαν γίνει το προηγούμενο βράδυ. Την είδε για πρώτη φορά στο πάρτι, με το που πέρασε το κατώφλι της εισόδου και την είδε με εκείνο το κατάλευκο φόρεμα είπε μέσα του «αυτή τη γυναίκα τη θέλω» Πόσο μάλλον όταν άκουσε και το όνομα της. Και αυτό που ήθελε ο Τζέιμς γινόταν. Είχε τον τρόπο να το πραγματοποιεί. Έτσι κι έγινε, την προσέγγισε, μίλησαν όλο το βράδυ και είχε τον τρόπο να λέει πάντα αυτά που θέλουν να ακούνε οι γυναίκες, ήπιαν τα ποτά τους, σαμπάνιες και κρασιά και σφηνάκια για το καλό του Νέου Χρόνου και λίγο πριν τις τρεις την έφερε στο διαμέρισμα του.
Σεξ. Ίσως το καλύτερο που έκανε ποτέ στη ζωή του. Υπήρχε τόση έλξη, τόση χημεία, τόσο πάθος με αυτή την άγνωστη κοκκινομάλλα που δεν κατάλαβε πότε ξημέρωσε και πότε αποκοιμήθηκαν αποκαμωμένοι. Ήταν μια ασυνήθιστη έκπληξη αυτή η ερωτική έκρηξη που ένοιωσε. Συνήθως οι προηγούμενες του παρτενέρ, με το αλκοόλ να τους χτυπάει στο κεφάλι, ξεχύνονταν και απελευθερώνονταν σε σημείο χυδαιότητας, ή απλά έγερναν μεθυσμένες και πηγαινοέρχονταν κάτω από τις ρυθμικές ωθήσεις του δικού του κορμιού αφήνοντας καμιά ξεψυχισμένη κραυγή ή απλά χασμουριόντουσαν. Και τότε και ο ίδιος ‘έπεφτε’ για ύπνο χωρίς καμιά περαιτέρω προσπάθεια για να τελειώσει, αφού δεν είχε νόημα.
Αυτή η κοπέλα όμως δεν είχε καμιά σχέση με τις άλλες. Δεν είχε μεθύσει, παρόλα αυτά όταν ήρθε στο διαμέρισμα του δεν είχε καμιά αμφιβολία ή ενδοιασμό για το λόγο που ήρθε μαζί του. Αυτή η κοπέλα ήθελε να έχει τον έλεγχο. Και ο Τζέιμς αφέθηκε για πρώτη φορά στα χέρια κάποιας γυναίκας και παρέδωσε τα ηνία. Και αυτό που τον φόβιζε περισσότερο ήταν το πόσο το είχε απολαύσει, ένοιωθε ευάλωτος.
-Καλημέρα Τζέιμς.
-Καλό μεσημέρι εννοείς. Είναι περασμένες δώδεκα.
-έχεις κάπου να πάς;
-όχι γλυκιά μου. Πουθενά καλύτερα από εδώ.
-Καλή χρονιά!
-Χρόνια πολλά κούκλα.
-Πεινάω σαν λύκος Τζέιμς, έχει κάτι να φάμε;
Τον ξάφνιασε ! συνήθως οι γκόμενες με το που ξυπνούσαν ντύνονταν και έφευγαν βιαστικές με τα ρούχα της προηγούμενης βραδιάς, λες προσπαθούσαν να διαγράψουν με κεκτημένη ταχύτητα όσα είχαν γίνει. Ο Τζέιμς πάντα προσπαθούσε να τις πείσει να μείνουν λίγο περισσότερο. Δεν του άρεσε ποτέ η ιδέα της εγκατάλειψης. Αυτή όμως δεν φαινόταν να βιάζεται ούτε να έχει τάσεις φυγής.
-Μα, ναι, βέβαια. Πάω να φτιάξω πρωινό
Σηκώθηκε, φόρεσε το μποξεράκι του και πήγε στην κουζίνα. Έβαλε νερό στην καφετιέρα και ψωμί στην τοστιέρα.
-Μμ, μυρίζει υπέροχα ο καφές Τζέιμς.
Κοίταξε ξαφνιασμένος πίσω του και την είδε να στέκεται μπροστά του ολόγυμνη. Ξεροκατάπιε. Στο φως της ημέρας γινόταν άλλος άνθρωπος. Ντροπαλός, ξενέρωτος, καμία σχέση με τον Καζανόβα του μεσονυχτίου. Εκείνη αντιλήφθηκε την αμηχανία του και γέλασε εύθυμα.
-δεν είχες κανένα πρόβλημα με αυτά ψες, είπε δείχνοντας τα πλούσια της στήθη. Τι έγινε τώρα; ντρέπεσαι ;
-Ω, όχι , απλά να…
-Ντανιέλα..
-απλά να ..Ντανιέλα
-θα προτιμούσες να είμαι ευπρεπώς ενδεδυμένη; Αυτό είναι; να μην περιφέρομαι εδώ μέσα τσίτσιδη;
-όχι, δεν με ενοχλεί, απλά δεν είμαι συνηθισμένος στο να έχω μια γυναίκα, με αυτό το, υπέροχο σώμα, να κυκλοφορεί γυμνή στο σπίτι μου Ντανιέλα, αυτό είναι όλο.
-Να Τζέιμς. Θέλω να ντυθώ, αλλά, να .. δε θέλω να φορέσω τα ρούχα που φορούσα ψες στο πάρτι. Βρωμοκοπάνε τσιγάρα και εκείνο το κρασί που χύθηκε πάνω στο φόρεμα μου. Αν μου έδινες ένα καθαρό μπλουζάκι σου και ένα εσώρουχο θα το εκτιμούσα αφάνταστα. Με επιστροφή εννοείται, δε θα τα κρατήσω.
-Οκ , άμα είναι να επιστραφούν, μπορείς να πάρεις μόνη σου ότι θες. Ντύσου μέχρι να ετοιμάσω και τα αυγά.
-Συμφωνήσαμε. Που είναι η γκαρνταρόμπα;
-Τέρμα του διαδρόμου, δεξιά, απέναντι από το υπνοδωμάτιο.
-Είσαι Θεός Τζέιμς.
Η Ντανιέλα έκανε με μια σχεδόν χορευτική κίνηση μεταβολή και με τα κόκκινα της μαλλιά να φτάνουν μέχρι τη μέση της και τα γυμνά της πόδια έμοιαζε λες και μόλις είχε βγει από τον κήπο της Εδέμ.
-Θεός που τον κολάζεις, σκέφτηκε εκείνος χτυπώντας την ομελέτα.
Άρχισε και πάλι να τον πνίγει εκείνο το παράξενο συναίσθημα ζαλάδας και δυσφορίας. Ήταν δωδεκάμισι και δεν του είχε αδειάσει ακόμα τη γωνία. Πότε στο διάολο θα έφευγε; γιατί αν δεν έφευγε θα έκανε και πάλι έρωτα μαζί της, το ένοιωθε, τη γούσταρε τρελά αυτή τη γυναίκα, αλλά αυτός δεν ήταν για έρωτες, τη νύχτα ήταν σεξ, τη μέρα δεν θα ήταν, θα ήταν κάτι περισσότερο και τότε ίσως αυτό να οδηγούσε σε κάτι άλλο, και αυτό το άλλο δεν το ήθελε, το έτρεμε μάλιστα, το μισούσε, το απεχθανόταν. Όχι, όχι δεν ήταν για κάτι άλλο αυτός, για τίποτα άλλο.
Προσπάθησε να ηρεμήσει. Η ομελέτα ήταν έτοιμη στα πιάτα, το βούτυρο έλιωνε πάνω στα τοστ, ο καφές άχνιζε ζεστός μέσα στα φλιτζάνια.
-Θέλεις ζάχαρη ή γάλα στον καφέ σου;
Καμιά απάντηση
-Ντανιέλα; θέλεις ζάχαρη ή γάλα;
Και πάλι δεν πήρε απάντηση. Μάλλον θα χει πάει στο μπάνιο σκέφτηκε και άρχισε να δαγκώνει νευρικά ένα από τα τοστ. Πέρασαν δέκα λεπτά ακόμη. Η Ντανιέλα δεν επέστρεψε. Άρχισε να ανησυχεί. Προχώρησε με γοργά βήματα στο διάδρομο, στάθηκε έξω από το μπάνιο και χτύπησε την πόρτα.
-Ντανιέλα; όλα καλά ;
Μόνο σιωπή. Ο Τζέιμς ένοιωσε το αίμα να φεύγει από το κεφάλι του. Πήρε βαθιά αναπνοή και άνοιξε απότομα την πόρτα. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το αίμα. Αίμα στους τοίχους, αίμα στο λευκό πορσελάνινο πάτωμα, αίμα να τρέχει στο πόδι του νιπτήρα και στον καθρέφτη, γραμμένο με αίμα «ο θεός είναι ο κριτής μου» για λίγα δευτερόλεπτα δίστασε να μπει. Ήξερε ότι θα ήταν άσχημο το θέαμα. Άκουσε όμως μια ξεψυχισμένη κραυγή να ζητά βοήθεια. Έσκυψε πάνω από την μπανιέρα, καθόταν μέσα με τους καρπούς της να αιμορραγούν τις τελευταίες σταγόνες. Έτρεξε σε κλάσματα δευτερολέπτου στην κουζίνα, βρήκε το κινητό του και κάλεσε το 911. Σε λίγα λεπτά οι σειρήνες ακούγονταν έξω από το κτίριο Φλάτιρον, χτύπησε το κουδούνι και ένεψε σαν υπνωτισμένος σε δύο νοσηλευτές που προχώρησαν με ένα φορείο στο μπάνιο. Σε λίγα λεπτά βγήκαν και πάλι έξω με την κοπέλα στο φορείο, σκεπασμένη μέχρι το λαιμό με ένα πράσινο λεπτό σεντόνι και αναχώρησαν.
Ο Τζέιμς έκλεισε πίσω τους την πόρτα και έκατσε στο πάτωμα αποκαμωμένος με το κεφάλι στα χέρια και το βλέμμα στο κενό. Έβλεπε ακόμα μπροστά του το αίμα, μυριζόταν το αίμα, το γευόταν σχεδόν.
-Τζέιμς, ακούστηκε μια εκνευριστικά λεπτή γυναικεία φωνή.
-Φύγε !
-Τζέιμς Άνταμς Λέβι, του απευθύνθηκε επιτακτικά.
-Είπα φύγε.
-Σου μιλάω.
-Δεν φτάνει που έκανες ότι έκανες, μιλάς κιόλας;
- Πρόσεξε τον τόνο της φωνής σου νεαρέ.
-Γιατί μητέρα; θα «αυτοκτονήσεις» και εμένα ;
-το ξέρεις ότι δε θα μπορούσα να σου κάνω ποτέ κακό.
-Κι αυτό που έγινε μόλις τώρα τι ήταν ; Η καλή πράξη της ημέρας;
-Προληπτικά μέτρα.
-Είσαι παρανοϊκή.
-Απλά προσεχτική.
-Τι σου έφταιξε το κορίτσι μητέρα;
-Ένα τσουλάκι ήταν όλο κι όλο που σε πήδηξε καλά κι αντί να σηκωθεί να φύγει είχε και το θράσος να κυκλοφορεί στο σπίτι μου γυμνή.
-Δικό μου είναι το σπίτι πια μητέρα. Εσύ δε ζεις πια εδώ. Έχεις πεθάνει, το ξέχασες; γιατί δεν πας επιτέλους στο διάολο να ησυχάσουμε και να ζήσω και εγώ τη ζωή μου; Με έχεις καταστρέψει, σε βαρέθηκα.
-Επειδή σε αγαπώ παιδί μου; Επειδή θέλω το καλό σου;
-Έκανες ότι έκανες, φύγε τώρα, θα πάρω τηλέφωνο στο νοσοκομείο.
-Άσε, δε χρειάζεται, μην μπαίνεις στον κόπο.
-Γιατί;
-To πουτανάκι είχε κιόλας πεθάνει πριν την πάρουν σηκωτή από το διαμέρισμα.
Ο Τζέιμς σηκώθηκε εξαγριωμένος, πήρε ένα γυάλινο αυγό και της το πέταξε στα μούτρα. Αυτό τη διαπέρασε και προσγειώθηκε στον απέναντι τοίχο όπου και θρυμματίστηκε.
-Είσαι απαράδεχτος Τζέιμς. Ξέρεις πόσο αγαπώ τη συλλογή μου με τα αυγά Φαμπερζέ.
-Στον αγύριστο και εσύ και τα αυγά Φαμπερζέ και τα κρύσταλλα Βοημίας και οι πανάκριβες σου συλλογές. Όλα θα τα σπάσω ακούς; όλα!
-Δε θα τολμήσεις.
-Α, ναι, θα τολμήσω. Όπως με διέλυσες εσύ θα διαλύσω και εγώ ότι αγαπάς πιο πολύ.
-Και πότε πρόλαβες να αγαπήσεις κιόλας την κοκκινομάλλα τσούλα;
-Πάψε να την αποκαλείς έτσι. θα μπορούσα, αλλά δεν πρόλαβα. Μπήκες στη μέση, όπως κάθε φορά, ακάλεστη, και τα κατέστρεψες όλα. Ακριβώς όπως έκανες όσο ήσουν ζωντανή. Πάνε πέντε χρόνια που πέθανες, τι στο διάολο κάνεις ακόμα εδώ, μου λες;
-Ορκίστηκα να μη σε εγκαταλείψω ποτέ.
-Εμένα με ρώτησες;
-Η μάνα σου είμαι Τζέιμς
-Kαι πόσο θα συνεχιστεί αυτό μάνα; Όποτε φέρνω μια κοπέλα στο σπίτι θα τη ξεφορτώνεσαι για να μένουμε οι δυο μας ;
-Δεν έφερες και καμιά που να αξίζει Τζέιμς.
-Ζηλεύεις. Αυτό είναι όλο. Δεν αντέχεις να με βλέπεις με άλλη. Παραδέξου το. Γι αυτό δεν ξαναπαντρεύτηκες ποτέ, γι αυτό δεν έβαλες άλλον άντρα στο σπίτι, γι αυτό δεν άφησες ποτέ εμένα να παντρευτώ.
-Μη μιλάς έτσι γιε μου.
-όχι θα μιλήσω, είναι καιρός να τα βγάλω από μέσα μου. Γι αυτό ερχόσουν στο δωμάτιο μου, με φιλούσες, με χαίδ…..
-Σταμάτα !
-Και εγώ αυτό σου έλεγα αλλά δεν άκουγες.
-Σταμάτα σε παρακαλώ !
-Ακριβώς αυτό έλεγα. Αλλά εσύ δεν σταματούσες μαμά ! και δεν ήθελες να σε φωνάζω μαμά, ήθελες να σε φωνάζω με το όνομα σου, έτσι δεν είναι;
-Απλά σου είχα αδυναμία Τζέιμς, έμοιαζες τόσο στον πατέρα σου.
-δεν ήμουν ο πατέρας μου όμως, ήμουν ένα μικρό ανυπεράσπιστο αγόρι που πίστευε ότι έλεγες.
-Θα με συγχωρέσεις ποτέ γιε μου;
-Ποτέ, ποτέ ακούς; Δε θα ησυχάσω αν δεν έρθω ο ίδιος απ’ εκεί να σε αρπάξω και να σε βουτήξω ο ίδιος στην πίσσα της κόλασης. Μόνο τότε.
------------------------------
1η Ιανουαρίου , δέκα χρόνια αργότερα !
Ο Τζέιμς ξάπλωσε στο φορείο, δύο φύλακες του έδεσαν το σώμα και τα πόδια με δερμάτινους ιμάντες. Τα γυμνά του χέρια δέθηκαν σε σανίδες που εξείχαν από το φορείο, στα δύο πλαϊνά. Ένας γιατρός τοποθέτησε έναν καθετήρα σε μια φλέβα σε καθέναν από τους βραχίονες του. Μέσω του καθετήρα του διοχέτευσε 10ml διαλύματος ηπαρίνης, ώστε να εμποδιστεί ο σχηματισμός θρόμβων. Στη συνέχεια σύνδεσε μια φιάλη 1.000ml αλατούχου διαλύματος στα άκρα των καθετήρων και τον οδήγησαν στο θάλαμο εκτελέσεων.
Ένας δικαστής του απάγγειλε τις κατηγορίες
-Τζέιμς Άνταμ Λεβί, έχεις καταδικαστεί σε θάνατο για την εν ψυχρώ δολοφονία των
Ντανιέλα Αβραάμ
Ντανιέλα Στίλερ
Ντανιέλα Έβι
Ντανιέλα Στάιν και
Ντανιέλα Εμμανουέλ
-Έχεις κάποια τελευταία δήλωση μελλοθάνατε;
-Ντανιέλα Άνταμς Λεβί ετοιμάσου , έρχομαι ! ! !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου