Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ - ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ

«ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ»

Η ιστορία διαδραματίζεται τέλη του 17ου αιώνα σε ένα μικρό χωριό της Κύπρου

ΠΡΟΣΩΠΑ
Μάνα
Κόρη
Γιος


Το σκηνικό είναι ένα φτωχικό σπίτι με λιγοστά έπιπλα. Ένα σιδερένιο κρεβάτι στη γωνιά, ένα μικρό τραπέζι στη μέση με τρεις καρέκλες, ένα εικονοστάσι στον τοίχο και ένα παλιό καθρέφτη.
Η μάνα και η κόρη μόλις έφαγαν μαζεύουν το τραπέζι και συνομιλούν.


Μάνα
Τι έσιεις κόρη μου καλή τζ΄αμίλητη είσαι πάλε;
Tι κρύφκεις μέσα στην καρκιά; Mίλα, τον πόνο φκάλε.


Κόρη
Έτο μανά, εν να σου πω, μα κάτσε στη τσαέρα.
Χαρκούμαι τούτον που να πω …….εν να γρειαστείς τζ΄αέρα.


Μάνα
Λάλε κόρη μου να χαρείς, τζιαι άλλον μμε με σπάζεις.
Ζγιαν τ΄αναμμένον το τζιερί, σταξιάν σταξιάν το στάζεις.


Κόρη
Τα χρόνια επεράσασιν, εγύνηκα γεναίκα.


Μάνα
Ξέρω το περιστέρα μου, τζιαι σου κάμνεις για δέκα.


Κόρη
‘Εν’αιν τζιαιρός μου ν΄αρμαστώ, να βρω τζιαι γιω ναν ταίρι;


Μάνα
Αλώπως κάποιον αγαπάς τζ΄έσιεις τον σε καρτέρι.


Κόρη
Πράγματι κάποιον αγαπώ, αμμά τζείνος περίτου.
Είπεν το τζιαι του τζύρη του τζ΄έδωκεν την ευτζήν του.


Μάνα
Μα ποιος εν που΄ναι άτζιαπις; Εν όμορφο κοπέλλι;


Κόρη
Εν τζιαι καλός τζιαι δουλευτής, με καρπερόν αμπέλι.
Εν ο Κωστής του Λύσσανδρου, μες το χωρκόν καμάριν.


Μάνα
Θεέ μου βάλ το σιέρι σου, εν πρώτον παλληκάριν.
Ας έρτουσιν την Τζυρκατζιήν, να μεν περνούν οι μέρες.
Να πούμεν του Παπά-Σταυρου να σας περάσει βέρες.
Ξώπασκα, πρώτα ο Θεός, να κάμουμεν το γάμον.


Κόρη
Αμμά μανά εν ετέλεψα… γροίκα τζιαι κάτι άλλο.
(παίρνει από τη τζέπη της μια βέρα και της τη δείχνει)
Τες βέρες επεράσαμεν, αμμά τζιαι τα στεφάνια. (την περνά στο δάχτυλο της)
Ο γάμος ψες εγίνηκεν τζει έξω στα ορμάνια.


Μάνα
Μα ντα μπον τούτα που λαλείς, τζιαι τι ακούουν τ΄αυκιά μου;


Κόρη
Άκου με νακκουρίν μανά, μεν πιάννεσε μητά μου.
Ούλλα εγώ θα σου τα πω κατά πως εγινήκαν.
Εσιήντησιεν μου ο Κωστής, πως εν θέλει μμε προίκαν.
Αγάπαν με είπεν πολλά, τζ΄εθώρεν με στα μάθκια.
Μα η καρκιά του έκρουζεν τζ΄εγίνετουν κομμάθκια..
Αν ταν τζιαι συλλοίζετουν, σαν βάλουμε στεφάνι,
πως ήτουν να ρτει ο άρκοντας, πρώτος σιέρι να βάλει.


Μάνα
Να βάλει σιέριν ο άρκοντας; Στη νωστοπαντρεμένη;


Κόρη
Καμπάναν αν ακούσουσιν, βουρούσιν λυσσιασμένοι.
Στο γλέντιν τρων τη βρίξουλην,τζιαι πίννουν τα πλευρά τους,
πιάννουν τη νύφη φεύκοντας τζιαι παίρνουν την μιτά τους.


Μάνα
Τζιαι που την παίρνουν να χαρείς, μιαν κορασιά παρθένα;


Κόρη
Μακρυά! Τζιαι μένει ο γαμπρός, με θκυο σιείλη καμένα.
Πιάνουν την που τα σιέρκα του, τζιαι τες βραστές αγκάλες,
στον άρκονταν την πέρνουσιν, με κονισμένες ππάλες.
Μπροστά του την αφήνουσιν, εις τη σφαήν ριφούιν.
Τζ’ ευτύς καταισιέυκει την τζιαι σπέρνει κοπελλούι.


Μάνα
(η μάνα γονατίζει χάμω για να καταραστεί)
Που να χαθεί ούλλον το φως, απού των αμμαθκιών του.
Να κάτσει η γη που πάνω του τζιαι γιω που πανωθκιόν του.


Κόρη
( η κόρη την τραβά πάνω να σηκωθεί)
Πάρε πίσω το λλόο μανά, σύναξε τες κατάρες,
τώρα γυρίζουν πάνω μας τζιαι βρίσκουν μας αντάρες.
Εν τζ’ ευλοούνται τ΄άδικα, μμε των ψυχών οι θρήνοι.
Έσιει Θεό που τους θωρεί τζιαι ξέρει να τους κρίνει.


Μάνα
Λάλε κόρη μου τζ’ έσπασα, τι σου δοξεν να κάμεις;
Βάρτης καλά καλλούλλικα εμέναν να πελλάνεις;
Επήες τζιαι αρμάστηκες, τζιαι δεν έφκαλες λέξη;
Τζιαι δεν εσκέφτηκες επαύριον, η μέρα τι θα φέξει;


Κόρη
Εσσυλλοίστηκα μανά αμμ’ έν εβρισκα λύση
τζιαι δεν ελάλεν ο καμός τζ΄η σκέψη να μ’αφήσει.
Εμήνυσε μου ο Κωστής, πως μ΄έθελεν για ταίρι,
Τζ΄εχάρηα ο χάροντας πως μου στησε καρτέρι.


Μάνα
Πότε συνομπλαστίκετε που να σ΄εβλοημένη;
Εσού ούλλη μέρα έσσω σου τζιαι τζείνος στο αμπέλι;


Κόρη
Έτω μανά ποτζεί ποδά, νάκκον τζ’έξω στη βρύση.


Μάνα
Εν τζιαι αρκεί του νιου η καρκιά να πάρει τζιαι ν΄ανθίσει.


Κόρη
Τζιαι άνθισε τζιαι πόλισε τζ΄έφκαλεν παραπούλια.
Έφτασεν ως τους ουρανούς, τ’ αστέρκα τζιαι την πούλια.
Δίκλα τζιαι δε με μάνα μου, τζιαι δώς μου ευλοίαν.
Τούτον μονάχα σου ζητώ, τζ΄απού την Παναία.


Μάνα
(η μάνα στέκεται και την ευλογεί κάνοντας το σταυρό και φιλώντας την)
Την ευλοία δκιώ σας την, με την καρκιά μου ούλλην.
Να σας ησιέπει ο Θεός τζιαι οι Αγίοι ούλλοι.


Κόρη
Ευκαριστώ σε μάνα μου. (σκύβει και της φιλά το χέρι)
πο δωκες την ευτζήν σου.


Μάνα
Ήντα εχάρηες θα σα φηννα εγιώνι μανισιή σου;
Ξέρεις το κόρη μου καλά,  μόνον εσέναν έχω,
τζιαι ήλιο μου τζιαι ουρανό, πρέπει να σε προσέχω.
Επήαν τα γρόνια τα καλά τζ’ οι γελαστές οι μέρες.
Ήρταν χαρκέσαι ήτουν εχτές, με ππάλες τζιαι με σφαίρες.
Ως που να δεις τζ΄ώσπου να πεις τον τζύρη σου σκοτώσαν,
για λόους περιπαιξιμιούς μου τον εμασιερώσαν..

Γκρεμίστην που το σπίτι μας, η πιο γερή κολώνα.
Τζιαι η καρκιά μου ξέρει το, πως κλαίω τον ακόμα.
Τον άντραν μου τον έθαψα τζιαι ξέρω εν μες το μνήμα.
Το γιο μου που αρπάξασιν, που επήεν τέλεια θύμα;
Τούτος ήντα τους έφταιξεν τζιαι επιάσαν τον τζιαι φύαν;
Εν θα κοπεί το κρίμα τους τζ’η μιάλη αδικία.
Τους έξι ίσια που κλεισε, ήτουν σαν τ΄αππαρούι,
ήτουν σαν γάργαρον νερό τζιαι σαν το αερούι.
Που τες αγκάλες μου τον πιάαν, τζ΄είμαι χαρωκαμένη.
Έσπασεν η καρτούλα μου τζ΄έμεινεν πετρωμένη.  


Κόρη
Πόκατσε να χαρείς μανά, τζιαι μεν μου μαραζώνεις.


Μάνα
Εν κουβέντα τούτη να λαλείς, χώρκα να μεν ηλιώνεις;
Έσπασεν κόρη μου η ψυσιή, εγίνηκεν κομμάθκια,
ως που εν μπορούν το γιόκκα μου να δουν τα θκυο μου μάθθκια.
Ούτε που ξέρω αν ζιει ούτε τζιαι που μινίσκει.
Ας τον ηγλέπει ο Θεός, που ούλλα δεξιά τα βρίσκει.
Λάλε κόρη τωρά τζιαι σου, που να σιεις την ευτζήν μου,
εν να ισιώσεις στου γαμπρού, να φέρω το πουτζί μου;


Κόρη
Εν η αλήθκεια μάνα μου, εν ο ποξιάς σασμένος.
Τζιαι καρτερά με τζ’ ο Κωστής  που ώρας φαρασμένος.
Που το χωρκό θα φύουμεν,  τον κάμπον θα θκιαβούμεν.  
Νύχτα θα παρπατήσουμεν, τζιαι το βουνόν θα φκούμεν.
Εσιει τζει πάνω μια σπηλιά, τζιει μέσα θα χωστούμεν.
Νάκκον να ξεποστάσουμεν, να φάμεν τζιαι να πιούμεν.
Τζιαι μόλις νύχτα ξαναρτεί θα πάμεν που την άλλην.
Θα κατεβούμεν το βουνό, να δούμεντε που φκάλει.
Τρεις νύχτες θα παρπατούμεν, τρεις μέρες θα χωστούμε.
Αμμά εν πρέπει να ξαρκούμεντε, αμμά να βιαστούμε.  


Μάνα
Που εν να πάεις κόρη μου, κούκκουφη να μ΄αφήσεις;
Πάνω στα όρη στα βουνά, κατάνυχτα θα γκρεμμοτσακκιστείς, μείνε κόρη να ζήσεις.



(αγκαλιάζονται και φιλιούνται κλαίγοντας και η κόρη γονατίζει στην ποδιά της μάνας )


Κόρη
Χαρκούμαι εν ώρα μου μανά, τζιαι πρέπει να σ’ αφήσω
Μα στο Θεόν ορκίζουμαι, εν θα σε λησμονήσω


Μάνα
Κόρη μου λάμνε στο καλό,  αντζιελωκάμωτη μου. (σηκώνεται να τον φέρει)
Πάω να φέρω τον ποξιά, τζιαι να΄ρτουν ούλλα δεξιά, που να σεις την ευτζή μου.



(ακούγεται βροντερό χτύπημα της πόρτας)


Κόρη
Ποιος ένει τζιαι χτυπά μανά;


Μάνα
(φωνάζει πίσω από την πόρτα) Ποιος ένει τέθκοιαν ώρα;


Γιος
Έπεψε με ο άρκοντας, τζιαι ήρτα που τη χώρα.


Μάνα
(δυνατά με ψεύτικη φωνή) Πόμεινε νάκκον να σαστώ τζιαι να ξερομανίσω. 



(αρπάζει την κόρη της από το μπράτσο και την σπρώχνει στο άλλο δωμάτιο για να την κρύψει).


Κόρη
(τρομαγμένη) Τι εν να κάμουμεν μανά;


Μάνα
Κρύψε τζιαι πάω ν’ αννοίξω.



(ακούγεται ξανά το χτύπημα στην πόρτα)


Γιος
Μα σαν ννα τζιαι ξαρκεις πολλά την πόρτα σου ν΄ανοίξεις;



(η μάνα ανοίγει την πόρτα)


Μάνα
Έτο την πόρταν άννοιξα, χαζίρει να τη ρίξεις.
Μα΄ντα μπου θέλεις έσσω μου, το γιον μου τέθκοιαν ώρα;
Τζιαι τόση στράταν έκοψες τζιαι ήρτες που τη χώρα;


Γιος
Νέα φέραν του άρκοντα, μήνυμα τζιαι χαπάριν.
Την κόρην ότι επάντρεψες κρυφά με παλληκάριν.  


Μάνα
Πώς να παντρέψω κορασιά, αφού δεν έχω κόρη; Είμαι στον κόσμο μανισιή.


Γιος
Ψέματα μμε λαλείς, κανεί….
(γυρίζει το χέρι να τη χτυπήσει και πετάγεται έξω η κόρη και μπαίνει μπροστά)  
.εφάνην τζιαι η κόρη..
(την αρπάζει από τα μαλλιά και τη βάζει να καθίσει δίπλα στη μάνα της)
Ακούεται τζ’ οι θκυο καλά τζ΄εν θα παραλαλίσω.
Γιώ θα σε πάρω του΄άρκοντα, γιώ θα σε φέρω πίσω.
(ξετυλίγει ένα κουτί και βγάζει ένα μήλο και μια σφαίρα)
Θωρείς τούτο το κουτί δαμέ, του γάμου εν τα δώρα.
Κόψετε λόον γλήορα τζ΄επέρασεν η ώρα.  
(δίνει στην κόρη το μήλο και στη μάνα τη σφαίρα)
Θέλεις το μήλον όμορφη να φύουμεν αντάμα;  
H δε κανού σκοτώννω σας τζ’ εσέναν τζιαι την μάνα


Μάνα
(η μάνα στέκεται και κρατά τη σφαίρα)
Κάλλιον ντουφέτζεισ’ με τωρά τζιαι πάρε τη ψυσιή μου (ανοιγει το πουγγί)
πάρε τες λίρες τες χρυσές μα άφησε το παιδί μου.


Γιος
Κράτα τες λίρες σου τζυρά, τον λόο μου θα κρατήσω. 
Αν δεν του πάρω τη μιτσιά, xαρκέσαι εγιώ εν να ζήσω;


Μάνα
(η μάνα γονατίζει και τον παρακαλά)
Λεβέντη μου να σεις την ευτζήν, κάμε μου τούντη χάρη.
Πε πως τη νύφη δεν ήβρες, μήτε το παλληκάρι.
Πως λόγια εν των χωρκανών, τζιαι ψέμματα του κόσμου.
Λάμνε πήαιννε μανιχός, μμε μου στερείς το φως μου.
(η σκυμμένη μάνα που κρατά τον άνδρα που φορεί βράκα από τα πόδια προσέχει ένα σημάδι πάνω στο πόδι του και αναγνωρίζει τον χαμένο γιο της – σταυροκοπιέται)
Μέγας είσαι Κύριε και Θαυμαστά τα έργα σου….
(σηκώνεται πάνω και πλησιάζει το πρόσωπο του άνδρα, τον περιεργάζεται)


Γιος
Μα ντα με πελλετάς τζυρά τζιαι με καλοκοιτάζεις;



(Η μάνα κάνει να λιποθυμήσει και την αρπάζει ο άνδρας και η κόρη της)


Κόρη
Κάτσε τζιαι σύντιησιε μανά τζιαι μμε με φοιτσιάζεις.



(η κόρη τη βάζει να κάτσει και η μάνα ξανασηκώνεται και τον πλησιάζει)


Μάνα
Κόντεψε νάκκον να σε δω, νάκκον να σε αμπλέψω.
Μπλέπουν καλά τα μάθκυα μου οξά έππεσα έξω; (τον κοιτάξει ξανά)
Χαρκούμαι πως καλά θωρώ. Μα τζιαι στραβή να ήμουν.
Τζιαι αν τα μάθκυα με γελούν, εν με γελά η ψυσιή μου.
Θεέ μου πολλά σ΄ ευκαριστώ τζιαι σένα Παναία.
Που έφυες που πάνω μου μεγάλην τιμωρία.
(προς τον άνδρα)
Θέλεις να φας;  Θέλεις να πιεις, κάτσε να ξαποστάσεις.. (φέρνει μια κανάτα)


Κόρη
Μα πε μου επέλλανες μανά;
Ήρτεν να πιάει την κόρη σου, τζιαι σου θα τον τζιεράσεις ;


Μάνα
(στον άνδρα) Που το καλόν καλλύτερον έχω να σου προσφέρω.


Κόρη
Μα πε μου έχασες τον μανά;
Εν τον θωρείς κότζια κτηνό, σάζεις τον ζγιαν τον γέρο;



(ο άνδρας γελά απομακρύνοντας το κρασί)


Γιος
Χαρκούμαι πως η μάνα σου εβάρτην να σε γλυτώσει.
Να φέρει τάχα τζιέρασμα τζιαι εμέν να φαρμακώσει.


Μάνα
(προς την κορη της )
Μα πε μου μάθκυα εν έσιεις, ομπρός σου εν αμπλέπεις;
(πάει προς το εικονοστάσι και προσεύχεται)
Θεέ μου που έσιεις δύναμην τζ΄ούλλα τ’ ανατρέπεις.
κάμε τα μάθκυα που εν στραβά, το φως ξανά να δούσιν
τζείνους που λησμονήσασιν, πάλε να θυμηθούσιν.


Γιος
Μα ήντα μπου σαλαβατά, η μάνα σου μιαν ώρα;
Άτε σάστου να φύουμεν, να πάμεν εις τη Χώραν.


Μάνα
Πόμεινε μεν  ιφκιάζεσαι γλήορα για να φύεις.
Το τυχερόν εν ναιν κλωτσιά για να το αποφύεις.
Κάτσε που έχω να σας πω, όμορφον παραμύθι.
Να ακούσει ο ξένος μας ποδά, ν΄ακούσει τζιαι η νύφη.


Γιος
Εβάλτηκες θωρώ τζυρά για να μας μπρουμουττήσεις.
Αμμάν εν ώρα μας θωρώ, πρέπει να μας αφήσεις.


Μάνα
Κάτσε δαμέ που σε θωρώ, να φύεις μμε σιασιάρεις. 
Εν τζιαιν η κόρη μου αρνί που στη σφαή θα πάρεις.
Ετσι ήτουν να έκαμνες, αν ήτουν το παιδί σου;
Aν ήταν η γεναίκα σου, αν ήταν η αρφή σου;
Κάτσε τωρά που σου λαλώ κάτι να σ΄αρωτήσω,
Απάντα μου εσού σωστά τζ΄εγιώ θα στην αφήσω.


Γιος
Ρώτα να ούμεν γλήορα, άλλον να μεν ξαρκούμεν.
Αμμά στο περιπαίξιμο με έπιασες χαρκούμαι.



(κάθε φορά που η γιος προσπαθεί να σηκωθεί για να φύγει η μάνα τον καθίζει και συνεχίζει το παραμύθι για να τον καθυστερήσει)


Μάνα
Ήτουν γιατί τζιαι που λαλείς, πριν που σαράντα γρόνια
Ένα χωρκόν πολλά μιτσήν, στους κάμπους τζιαι τ’ αλώνια
ήτουν τζιαι μια κατάβαρη, κορού πρωτογεννούσα
εκόντεψεν η ώρα της, τζ’ οι πόνοι την βαστούσαν
φωνάξασιν τζιαι τη μαμμού, να την καλογεννήσει
τζιαι Παναίας ζώνη, στη μέση να της δίσει
που το πορνόν εσφίγγετουν, τζ’ έβαλλεν το σταυρόν της
τζιαι το χωρκόν συνάχτηκεν έξω που το στενό της
άνταν τζ΄ η μέρα εγύρισεν, τζιαι φάνην το φεγγάρι
εφώναξεν τζιαι η μαμμού, «καλώς το παλληκάρι
μα νάκκον πάρε υπομονή, χαρκούμαι έσιει αλλ’όνα»
τζ΄ο άντρας της που τη χαρά, πετάχτην πας το δώμα
αλλώναν πόνον τζ΄έφκαλεν, το δεύτερον μωρούιν
τζιαι ο Θεός μου έδωκεν, ήτουν τζιαι τζείνον γιούιν
εν τα παιθκιά ούλλοι λαλούν, ευλογία τζιαι χαρά
άμαν τα γιούθκια γεννηθούν, ευτύς η μάνα τραουδά
«έχω γιον τζι’ έχω χαρά, πον να μου λαλούν τζυρά
έχω γιον τζι΄έχω μανιέρα, πον να μου διούν τσαέραν»


Κόρη
Χάρηνε μου τα


Μάνα
Σφικτά  τα τουλουπιάσασιν, ευτύς να μεν ριάσουν
Τζ’ η μάνα τα εβύζασεν, γάλαν,  να μεν πεινάσουν
Ήρτεν τζ΄ο τζύρης να τα δει, τζιαι να τα καμαρώσει
Τα γιούθκια του που έσπειρεν, καμάριν,  ν΄αναγιώσει
Κατά που πρέπει έδωκεν, ονόματα Αγγέλων
Γαβρίλην τζιαι τον Μιχαλιόν, Μεγάλων Αρχαγγέλων
Μα αζούλεψεν ο σατανάς, τζ’ έβαλεν τα στο μμάτι
μιαν γύφτισσαν τους έπεψεν, να κάμει την απάτη
μιαν μέραν έσσω έκοψεν, μονάσιην τη λεχούσα
τζιαι είπεν της τάχα πουλεί, κεντήματα τζιαι λούσα
ριάλλια πάνω μου εν έχω, μήτε λίρες κρατώ
μα ρέξε έσσω, μάγκου μου, νάκκον για να τα δω
εσσιάστηκεν τζ’η μάγισσα, τουλουπιασμένα γιούθκια
αγκάλλια μέσα στο βουρνίν , τζοιμούνταν ζγιαν τ’ αρνούθκια
«να σου τα γλέπει ο Θεός, να σου τα χαρινίσκει»
Είπεν της, μα το κακό, έτο που νεφανίσκει
Εμπήκεν τζιαι καλόκατσεν τα λούσα να της δείξει
Αμμάν ήτουν άλλος ο σκοπός, να μας φυλάει ο Θεός, μασιαίριν να της μπείξει



(το παραμύθι αποκτά ενδιαφέρον και ο γιος παρασύρεται και παρακολουθεί)


Κόρη
Α μανούλλα μου την αθεόφοη…


Μάνα
«Πίννεις να ψήσουμεν καφέ;  Για προτιμάς τσιαούι
Έχω τζιαι λεχουζούδκια, τζιαι φρέσκο χαλλουμούι»
«Ψήσε τον να σεις την ευτζήν, διπλά τριπλά ο πλάστης μου, να σου τα πέμπει πίσω
Τζ΄ότι θκιαλέξεις που δαμέ, βρασιόλι για γρουσαφικόν, εγιώ θα στο χαρίσω»
Τζιαι τον καβέν τους είπιαν τον, τζ’ εκάμαν εις υγείαν
Αμμά η γυφτού μανίκωννε, να κάμει την μαγείαν
Ευτύς εποταβρίστηκεν, να γύρει το φετζάνην
Τάχα την τύχην της να της πει, που φκαίνει κατά που λαλούν, ολόγιομο φεγγάρι
Τζ΄είπεν της πως ο άντρας της, εν’ θα φκαλλεν το γρόνον
Τζιαι τυχερό της έλαχε, να πάρει μέγαν πόνον
Αμμά είπεν τζιαι σειρόττερα, που ΄ναν καταραμένη
Ζγιαν την πατσάλαν την κουφή, σιηλιοφαρμακωμένη
«Οι γιούες σαν μιαλίνουσιν, τζιαι πιάσουν τους δεκάξι
Θα τσακκωθούσιν άσιημα, τζ’ η γνώμη τους θ’ αλλάξει
Για μάθκια κόρης γαλανά, θα φκάλουσιν μασιαίρι
Τζιαι θα πεθάνει ο Μιχαλιός, που του αρφού το σιέρι»


Κόρη
Ου κακόν που την ήβρε


Γιος
Ούσσου κόρη, μεν την αντικόβκεις συνέχεια, να μας πει τι εγίνην


Κόρη
Λάλε μανά…


Μάνα
Τα νέα άμαν τζ΄άκουσεν, εφύρτην του κλαμάτου
Τζιαι το φετζιάνιν έσυρεν, στην τρύπαν τ΄ αποπάτου
Λάμνε τζιαι σου στ΄ανάθεμαν, της γύφτισσας αρρώνει
Φκάλλει την έξω τζιαι εφτύς, την πόρταν της μπαρρώνει


Κόρη
Καλά να της κάμει της βρωμισμένης


Γιος
Σςςςςςςς…..


Μάνα
Ώστι ο σειμώνας έφκυκεν, τζ’ ήρτεν το καλοτζαίρι
Που οι σκάπουλλοι γυρεύκουσιν, νιές κορασιές για ταίρι
Που το πορνόν ο άντρας της, στο θέρισμαν ισιώνει
Τραβά τα ποινάρκα του, ψηλά να μεν πυρώνει
Ο ήλιος μεσουράνησε , τζιαι τζείνος στες μηλιές
άνοιξεν την μαντήλαν του, να φάει ψουμίν τζ΄ελιές
αμμάν στη ρίζα του δεντρού, μια φίνα εκαρτέραν
εδάκκασεν τον στο μερί, σκοτείνιασεν η μέρα
μαντάτον μαύρον φοβερόν, εφέραν της καλής του
ευτύς ξεράναν οι ανθοί, τα δέντρα της αυλής του
μαύρην μαντίλαν φόρησε, μαύρο τζιαι το φουστάνιν
τζιαι δεν εβρέθην άδρωπος, τον πόνον της να γιάνει
ίσια που τα εξύασεν, της γύφτισσας τα λόγια
αρκέψαν τζ΄εφακκούσασιν, όπως τα κομπολόγια
τζιαι μονομιάς θυμήθηκεν, τζ΄έμπηκεν της μασιαίρι
«πως θα πεθάνει ο Μιχαλιός, που του αρφού το σιέρι»
ήτουν τζιαι εν ήτουν γρονιά, ίσια που παρπατήσαν
τζιαι μές τα αγκάλια της νωστά, ππέσαν, ποκαματοίσαν
εθώρεν τα τζιαι ποταμοί, τρέχαν τα δάκρυα της
για το κακόν το ριζικόν, πο’ ππεσε στα μωρά της
ο Μιχαλιός στα δεξιά, ξανθός τζιαι παχουλλούης
αριστερά ο Γαβριήλ, ψιντρός τζιαι καστανούης
Ποιον αγαπά λλιόττερο; o κόσμος να χαλάσει….
ζυγίζει η αγάπην μια οκκά; στη μέση να μοιράσει;
στην καρκολούα τα’ βαλεν, πάνω πουν το ανόι
νανούρισμα τους τραουδά, αμμά τζιαι μοιρολόι
(η μάνα κάθεται στο κρεβάτι, παίρνει ένα ρούχο-μαξιλάρι και κάνει αναπαράσταση σαν να κρατά μωρό στην αγκαλιά της τραγουδώντας απαλά)
«Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά που ποτζοιμίζεις τα μωρά
Ποτζοίμις τα μωρούθκια μου τζαι τα μιτσικουρούδκια μου
έπαρτα πέρα γύριστα τζαι πάλε στράφου φέρμου τα
τζαι πάλε στράφου φέρμου τα, γιατί εν μωρά τζαι θέλω τα
έπαρτα πέρα των περών, τζει πόσιει καθαρό νερό
(τη συνοδεύει σιγανοτραγουδώντας και η κόρη της)
να πλύνει τα ρουχούθκια τους τζαι τα πουκαμισούθκια τους
να κάμουν νάννι, νάννι τους τζαι έσιει δουλειές η μάνα τους
τζαι έσιει δουλειές η μάνα τους, να κάμουν νάννι, νάννι τους
(σηκώνεται η μάνα από το κρεβάτι, κάνει ότι βάζει το μωρό απαλά στο κρεβάτι και συνεχίζει το νανούρισμα μόνη της και απομακρύνεται από το κρεβάτι)
να κάμουν νάννι, νάννι τους, τζ΄επέλλανεν η μάνα τους
που το μαράζιν τον καμόν, τζ΄έν έσιει η πίκρα νεπαμόν»
(συνεχίζει με πιο σκληρή φωνή)
νανούρισμα τραούδησεν, αμμά τζιαι μοιρολόι
τζιαι κρεμμασμένην το πορνόν, την ήβραν πας τ’ ανόι.


Κόρη
(σταυροκοπιέται) Θεός σχωρέστην….ήμαρτον σου πλάστη μου την καημένη.


Γιος
(συγκρατεί τα δάκρυα του) κρίμαν, πολλά κρίμαν…


Κόρη
Τι εγίνην παρακάτω μανά;


Γιος
Τι εγινήκαν τα μωρά;


Μάνα
Μίνασιν τέλεια ορφανά, που μάνα τζιαι πατέρα
Είχασιν μόνο μια στετέ, τζιαι τζείνη ήτουν πέρα
Άλλην λεχούσαν εν είσιε, νάκκον να τα βυζάσουν
Γάλαν γαδάρας φέρασιν, να φάσειν να χορτάσουν
Το ένα μωρόν εζήτησε, να πιάσει μια Τουρκάλλα
Ήτουν σιηράτη, μανισιή, παιθκιά εν είσιεν άλλα
Είσιεν το που τζιαιρόν καμόν, να σιεν ένα μωρούι
Τζ’ έκαμεν τους κόσμου τες χαρές, που βρεν  παλληκαρούι
Είδεν τα τζιαι εθκιάλεξεν, γιον της τον Γαβριλή
Σουννέττι  του εκάμασιν, τζ΄ εφκάλαν τον Αλή
Παραχωρκού εδώκασιν, ευτύς τζιαι το Μιχάλη
Σε μια που ΄σιεν πολλά παιθκιά, μα τζιαι καρκιά μιάλη
Εσκέφτην «τόσα ανάγιωσα, βλάφτει ένα μωρό;
Έσιει για τ’ άλλα ο Θεός, θα σιει για τ΄ορφανό»
έτσι ο Θεός τα έφερε τζιαι τα μωρά εχωρίσαν
τζιαι ότι ήτουν δίδυμα, ποττέ τους δεν γνωρίσαν


Κόρη
Εν πράματα τούτα, να χωρίζουν τα αδέρφκια;


Γιος
Τζιαι μετά; Εφκήκαν τα μασιαίρκα;


Μάνα
Τα γρόνια επεράσασιν, άντρες τζ’ οι θκυο γινήκαν
τζιαι του Μιχάλη δώσασιν, μια νύφη δίχως προίκα
αμμά τουν όμορφη πολλά, ξανθή γαλανομμάτα
εσσιέτουν ούλλον το χωρκό, τζιαμέ που επαρπάταν
της Παναγιάς ξημέρωσε, τζιαι είσιεν παναήρι
τζ΄ο Μιχαλιός της Αντζελούς έκαμεν το χατήρι
το γάδαρο σαμάρωσεν, να πάν να προσκυνήσουν
τζιαι στη Χρυσοσπηλιώτισσα, εικόνα να φιλήσουν
στο μοναστήρι φτάνουσιν, χαζίριν να νυχτώσει
τζιαι ο Μιχαλιός εγύρευκεν, το γάρο να μαντρώσει
«κάτσ’ Αντζελού εσού δαμέ, να δω που θα τον δείσω
να βρω φαί τζιαι νακκουρίν, νερόν να τον ποτίσω»
κάθεται τζείνη μόνη της, τζ΄ο Μιχαλιός ισιώνει
η ώρα γλήορα περνά, τζιαι μόνη της κρυώνει
κόσμος πολλύς τζιαι άγνωστος, που δίπλα της περνά
τζ΄η Αντζελού αμάθητη, κλαίει τζ΄αροθυμά
απέναντι της τον θωρεί, τον Μιχαλιό θαρκέται
βουρά τσιππώνει πάνω του, τζ΄ευτύς παρηορκέται
αμμά ο άλλος την κουντά, μακρά τζιαι την πετάσσει
«κόρη μου μα επέλλανες;» τζ΄ευτύς το δειν του αλλάσσει


Κόρη
Απαναία μου, ήτουν ο Γαβρίλης αλώπως…


Μάνα
Εν τζ΄έφτασεν να το σκεφτεί, τζιαι είδησην να πάρει
πως έν ήτουν ο Μιχαλιός, μα άλλον παλληκάρι
ο άντρας της που μακριά, εσσιάστηκεν τα ούλλα
εθόλωσεν το μμάτι του, έφαν΄τον η αζούλα
ήτουν μεάλη προσβολή, ο ξένος να της τζείσει
ρεζίλι μέσα στο χωρκό, ήτουν να καταντήσει
εποτυλίχτηκεν ευτύς, καφκάες αντακώνει
τζιαι τη κκελλέ του άννοιξε, τζιαι του τη γαιματώνει
που το ζωνάρι τράβησε, τζ΄ ο άλλος το μασιαίρι
τζ΄επέθανεν ο Μιχαλιός, που του αρφού το σιέρι
γιατί ώσπου ριζώνουσιν, στο χώμα τα σπερμένα
ποττέ εν ιξεγράφουνται, της μοίρας τα γραμμένα



(μένουν για λίγη ώρα όλοι σιωπηλοί παρασυρμένοι από την ιστορία)


Γιος
Πολλά ωραίον το παραμύθι, αμμά εξάρκησες με. Άτε, άτε άνου πάνω κορού…


Μάνα
Πόμεινε…..γι..
(πάει να πει γιε μου αλλά βάζει το χέρι της μπροστά στο στόμα της για να μην ακουστεί η λέξη γιε μου)
Πόμεινε να χαρείς..εν ετέλεψα..


Γιος
Εν τζιαι πιστεύκω ν΄αρκινήσεις άλλον παραμύθι.


Μάνα
Όι, ετέλεψεν το παραμύθι. Αμμά αν αθυμμάσαι καλά ήτουν να σε αρωτήσω τζιαι κάτι. Έτσι εν εσυμφωνήσαμε;


Γιος
Αρώτα να ούμε…


Μάνα
(η μάνα αναστατωμένη σηκώνεται από την καρέκλα της, απομακρύνεται)
Αρώτησα σε τζιαι πρωτίττερα. Αθθυμάσαι;


Γιος
Εν αθθυμούμαι…ξαναρώτα.


Μάνα
Ο Γαβριλής τζ΄ο  Μιχαλιός, πιαστήκαν εις τα σιέρκα.
Γιατί εν αγνωρίζασιν, δίδυμα ήτουν αδέρκια.
Ρωτώ τζιαι σκέφτου το καλά, τζιαι πε μου στο Θεό σου.
Βάρτης να πιάεις την κόρη μου, έτην δαμέ ομπρός σου.
Ετσι ήτουν να έκαμνες, αν ήτουν το παιδί σου;
Aν ήταν η γεναίκα σου, αν ήταν η αρφή σου;


Γιος
Εγώ ποττέ εν θ΄αρμαστώ, νύφη εν ο άππαρος μου.
Το σπίτι μου εν τ΄ άρματα, τα όπλα τζ’ ο στρατός μου.
Μάναν τζιαι τζύρην εν έχω, τζ΄ούτε παιθκιά θα κάμω.
Στον κόσμον είμαι μόνος μου, τζιαι μόνος θα πεθάνω.


Μάνα
(το ξέσπασμα της μάνας - πάει κοντά του και τον πιάνει από τους ώμους)
Αναλοίστηκες ποττέ, τούτον αν ναιν αλήθκεια;
Για τούτα ούλλα πόμαθες, αν ήτουν παραμύθκια;
Δεντρόν αν ήσουν καρπερόν, στον κήπο ανθισμένο
Φαρμάτζιν σ΄αμματίσασιν, τζ΄αήκαν σε κρουσμένο;



(της γυρίζει την πλάτη μη θέλοντας να ακούσει αυτά που έχει να του πει)


Μάνα
Γύρισε δε με να χαρείς, κοίταξε με στα μάθκια
Γύρισε δε με! Γύρισε! Εγίνηκα κομμάθκια
(γυρίζει αργά προς το μέρος της)
Μα πε μου μάθκυα εν έσιεις, μπροστά σου εν αμπλέπεις;
Θεέ μου που έσιεις δύναμην τζ΄ούλλα τ’ ανατρέπεις.
Κάμε τα μάθκυα που εν στραβά, το φως ξανά να δούσιν
Τζ΄όσους ελησμονήσασιν, πάλε να θυμηθούσιν
(φανερώνει την αλήθεια)
Τα γρόνια σου ήτουν καλά, τζ’ οι γελαστές οι μέρες.
Μα ήρταν χαρκέσαι ήτουν εχτές, με ππάλες τζιαι με σφαίρες.
Ως που να δεις τζ΄ώσπου να πεις τον τζύρη σου σκοτώσαν,
Για λόους περιπαιξιμιούς ευτύς τον μασιερώσαν..(κάνει παύλα)
(ο γιος σοκαρισμένος κλείνει τα αυτιά του για να μην ακούει, η μάνα μιλά πιο δυνατά, η κόρη σοκαρισμένη)
Τους έξι ίσια που κλεισες, ήσουν ζγιαν τ΄αππαρούι,
ήσουν σαν γάργαρον νερό τζιαι σαν το αερούι.
Που τες αγκάλες μου σε πιάαν, τζ΄ ήμουν χαρωκαμένη.
Έσπασεν η καρτούλα μας τζ΄έμεινεν πετρωμένη. 
(τον γυρίζει προς την κόρη της)
Γύρισε δε την, γύρισε, τζιαι τούτην που εν λυπάσαι
Τζ΄εμέναν αν με ξίασες, τούτην εν τη θυμάσαι;
 (ο γιος γυρίζει και κοιτάζει την κόρη)
( η μάνα τον παίρνει απαλά από το μπράτσο και τους βάζει αντικρυστά)
Ανοίξετε  τα μάθκια σας, παιθκιά μου στραωμένα
τζ΄οι θκυο στον κόσμο ήρτετε, εππέσετε που μένα
μιαν Τζυρκατζήν μεσάνυχτα, ξημέρωμα Δευτέρας
μαζίν το φως αμπλέψετε, της ίδιας ημέρας
(τους παίρνει να κοιτάξουν μαζί σε ένα καθρέφτη που έχει στον τοίχο)
Ανοίξετε τα μάθκια σας, μιλά σας  ο καθρέφτης
Λαλεί βρίσκει σας ίδιους, τζιαι εν ναιν περιπαίχτης
Ίδια ρούσικα μαλλιά,  κότσιηνα μαουλούθκια
Ψηλοί καλοστεκούμενοι, τζιαι μάθκια γιαλλουρούθκια


Κόρη
( η κόρη αντιδρά απότομα και απομακρύνεται φοβισμένη)
Όι, όι μανά, εν γίνεται τούτον το πράμα που λαλείς…


Μάνα
Εν η αλήθκεια κόρη μου, ψεύτισσα μεν με φκάλλεις
Αλλά εν πειράζει πόμεινε, το πείσμα μεν το βάλλεις
Πάνω στο πόι το δεξί, έσιετε τζιαι οι θκυο σας
Σημάι ολοίδιο, τζιαι που γεννησιμιού σας
Εγιώ που ώραν είδα το, πάνω στον αρφό σου
Πήαιννε δε το τζιαι εσού, τζιαι δε τζιαι το δικό σου


Κόρη
( η κόρη κοιτάζει το σημάδι στο πόδι της και κοιτάζει και το πόδι του αδερφού και ξεσπά σε κλάματα)
Εν γίνεται, εν ναιν δυνατόν, είχα τον πεθαμένο


Μάνα
Ετο ο Θεός τον έπεψε, πίσω αναστημένο (τον αγκαλιάζει)
Γιε μου !.....Γιε μου μονάκριβε μου!


Γιος
(ξεσπώντας σε κλάματα )
Μάνα μου ! Συγχώρα με μάνα ! Συγχώρα με ….Χριστίνα!


Κόρη
Χριστίνα εν τ΄όνομα μου ναι! …αθθυμήθηκες με; αθθυμήθηκες με Αντρέα μου;


Μάνα
Παιθκιά μου! (αγκαλιάζονται και οι τρεις) Καλωσόρισες γιε μου.


Γιος
Καλώς σας ήβρα μανά. Συγχώρα με ζήτώ σου.


Μάνα
Για τζείνον γιε μου εν ήτουν, το φταίξιμο δικό σου.


Κόρη
Όμως μανά ξαρκίσαμεν, τζ΄ο Κώστας καρτερά με.
Τζ΄αλώπως εν να ενόμισε, πως πεθαμμένη εν΄να μαι.


Γιος
Αρφή μου για πού ίσιωσες; Θέλεις να με ποφύεις;
 Ίσια που έφτασα εγώ, θέλεις ευτύς να φύεις;


Μάνα
Γιε μου η αρφή σου αρμάστηκε, κρυφά έναν κοπέλλι.
Τζιαι τζείνος περιμένει την, πίσω που το αμπέλι.
Που το χωρκό θα φύουν,  τον κάμπον θα θκιαβούν.  
Νύχτα θα παρπατήσουν, τζιαι το βουνόν θα φκούν.
Εσιει τζει πάνω μια σπηλιά, τζιει μέσα θα χωστούν.
Νάκκον να ξεποστάσουν, να φάσιν τζιαι να πιούν.
Τζιαι μόλις η νύχτα ξαναρτεί θα πάσιν που την άλλην.
Θα κατεβούσιν το βουνό, να δούν που θα τους φκάλει.

(απευθύνεται ξανά προς την κόρη εκλιπαρώντας την)

Που εν να πάεις κόρη μου, κούκκουφη να μ΄αφήσεις; Πάνω στα όρη στα βουνά, κατάνυχτα θα γκρεμμοτσακκιστείς, μείνε κόρη να ζήσεις.


Γιος
Όι μανά, καλά λαλεί, καλλύτερα να φύει.
 Εν ο πασάς που καρτερά, τζιαι πρέπει ν΄αποφύει.


Μάνα
Τζιαι μένα γιε μου εν πρεπόν, να με αφήκει μόνη;
Ίσια που εβρέθηκεν ο γιος, να μου χαθεί η κόρη;


Γιος
Όι μανά, εν ναιν πρεπόν, τα ίδια να περάσεις
Τζιαι μήτε κόρην μήτε γιον, ποττέ ξανά να χάσεις.
Γι΄αυτόν μαζίν της κόρης σου, τζιαι σου πρέπει να πάεις


Μάνα
Γιε μου εγέρασα εγώ πιον…


Κόρη
(απευθυνόμενη στον αδερφό της)Εσού μαζί μας πάεις;



(η μάνα και η κόρη τον κοιτάζουν περιμένοντας την απάντηση)


Γιος
Που τα τωρά αρφούλλα μου, θα μαι τζιαι γω αντάμα
Θα μαστε τρεις παρπατητοί, τζ΄η μάνα μας καβάλλα
Μιας τζιαι λαλεί πως γέρασε, τζαι πέφτει με τες κότες
Μια γιω θωρώ την όμορφη, όπως ήτουν τζιαι τότες
Που το χωρκό θα φύουμε,  τον κάμπον θα θκιαβούμε.
Νύχτα θα παρπατήσουμεν, τζιαι το βουνόν θα φκούμε.
Έσιει τζει πάνω μια σπηλιά, τζει μέσα θα χωστούμε.
Νάκκον να ξεποστάσουμε, να φάμεν τζιαι να πιούμε.
Τζιαι μόλις η νύχτα ξαναρτεί θα πάμεν που την άλλην.
Θα κατεβούμεν το βουνό, ξέρω εγιώ που φκάλλει.
Έσιει τζει πάνω ένα χωρκό, κανένας δεν το ξέρει.
Ποττέ να το βρει ο Πασάς, δε θα τα καταφέρει.
Είναι κρυφά που τους πολλούς, χωσμένο μες τα δάσος.
Τα μάθκια τζ΄αν μου κλείσετε, θα το βρω δίχως λάθος.
Έχω τζιαι κάτι να σας πω, τζιαι μάνα με γελάσεις
Χαρκούμαι άμα μου κροστείς, πελλό θα με περάσεις
Έσιει τζει πάνω μιαν κορού, όμορφη τζιαι μουζούρα


Μάνα
Πάμεντε γιε μου ν’ αρμαστείς, τζιαι άηστην μουρμούρα. (γελούν όλοι)
Δόξα να έσιει ο Θεός, τζ’η Παναγιά μαζί του
Που ο γιος μου πίσω γύρισεν, στο σπίτι, στην αυλή του
Δώς μας Θεέ μου δύναμη, τζει πάνω που να πάμε
Τον δρόμο να βρουμε δεξιά, νάκκον ψουμίν να φάμε
Τζ΄ευκαριστώ σε που για μας, έγραψες τουν το τέλος
Θαρκούμαι χρώμαν κότζιηνο, με της αγάπης βέλος
Αγάπην έσιει ο γιονός, τζιαι το παιδίν περίτου
Αγάπην έσιει τζ΄ο αρφός, στη δίδυμην αρφήν του
Τζιαι κάμε Θεέ μου σύντομα, με φόο να μεν ιζιούμεν
Τζι΄όπου δικλίσουμεν παντού, αγάπην να θωρούμε


























1 σχόλιο:

  1. Ηρταν τζι αλλάξαν οι τζιαιροί τζιο κόσμος εξεγνοιάστην
    αμμά στον ύπνον ήβραντον τζιαι πάλε ξαναπιάστην
    τζι εκοψαν την πατρίδαν του πάλε στα δκυό κομμάδκια
    σαράντα γρόνια δακρυα ππέφτουσιν που τα μμάδκια
    ,Μακαρι άλλη μια βολά πάλαι να ποσπαστούμε
    ομορφο τέλος τζιαι σωστήν Κύπρο να ξαναδούμε

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Νοέμβρης

  Αρέσκει μου τούτη η εποχή Έσιει μια γλυκάδα που δεν την έσιει κανένα καλοκαίρι. Ούτε πυρώνεις ούτε κρυώνεις, είσαι άνετος εσύ μέσα στο σώμ...