Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ( ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ)

Ο ΧΡΥΣΟΣ  ΠΟΤΑΜΟΣ

(Η Κωστούλλα μαζί με το σύζυγο της Χαράλαμπο έχουν ένα μικρό φούρνο στο χωριό και εκεί δουλεύει και η αδερφή της , η Σοφία, της οποίας ο άνδρας έχει πεθάνει και ζει μόνη της με τα τέσσερα παιδιά της. Η Κωστούλλα έχει και αυτή μια κόρη, την Κατίνα. Έχει σχεδόν βραδιάσει και ετοιμάζονται να κλείσουν το φούρνο)

ΣΚΗΝΗ 1Η

Η Σοφία ζυμώνει τα τελευταία ψωμιά σιγοτραγουδώντας λυπημένα :

Σοφία: Πίττες γλυτζιές, άσπρο ψουμί , τα σιέρκα μου ζυμώνουν
            Που το πρωίν ως βούτημαν , τζ΄ακόμα εν τελειώνουν
            Γλυκό ψουμί, πικρή ζωή, πικρή ξγιαν το φαρμάτζι
            Τζ΄έσσω μου εν παίρνω ποττέ, λλίην πίττα με τη σάτζιην

Κωστούλλα: Μάσσιαλλα σου κόρη Σοφία, που έσιεις όρεξην τζιαι για
                     τραουδκιάν.
                     Άτε βάωστα τζιαι κανεί για σήμερον, σκόλασε.
                     Τζιαι που σαι, αύριον να ρτεις κατά τες τέσσερις να φουρνίσουμεν
                     γιατί πυθαρκού εν της Παναίας τζ΄οι  χωρκανοί θέλουσιν πρόσφορα.
                     Μονιχά σήμερον επαρατζείλαν μου καμιάν εικοσαρκάν.  

Σοφία: Καλόν κόρη, να ρτω που τες τέσσερις.
            Εν τζιαι ΄ννα αφήκουμεν τους χωρκανούς έτσι.
            Άτε καλό. Να συστάρω νάκκον δαμέ, να μεν τα αφήκω έτσι, τζιαι να λάμνω να
            πάω τζ΄εγώ έσσω.
            Καρτερούν με τζιαι τα μωρά.

Κωστούλλα: Εν πειράζει, πάεννε τζιαι συστάρω εγιώ.
                     Αλλά έθελα σε τζιαι κάτι άλλον πριχού φύεις.

Σοφία: Πε μου.

Κωστούλλα: Ε να σου πω κόρη, τζιαι μεν προσβαρτείς.
                     Έ το, που τον τζιαιρόν που μας άφηκεν γρόνους ο άντρας σου, ξέρεις το,   
                     τζιαι γιω τζιαι ο Χαμπής εσταθήκαμεν σου όσον εμπορούσαμεν.
                     Θωρείς, εν΄σε αφήκαμεν να ξενοδουλέψεις.
                     Εφέραμεν σε να δουλεύκεις δαμέ μιτά μας τζιαι πιερώννουμε σε τζιαι τρεις
                     μπακκήρες το μήνα.

Σοφία: Αν νομίζεις ότι εν τα αρτυράτε κόρη τα ριάλλια, εν εν΄ανάγκη να μου τα διάτε
            εμέναν.

Κωστούλλα:  Κόρη Σοφία.
                      Εν τζ΄είπα σου ότι εν να σε θκιώξουμεν τζ΄εμανικώθηκες μάνι μάνι.
                      Εν άλλον που έθελα να σου πω.
                      Έτο, δαμέ είσαι με δικά σου πλάσματα, με την αρφή σου, το γαμπρό σου.
                      Με το όνομα σου φκαίνει με το μάτι σου.
                      Εν έπρεπεν να μας έσιεις λλίην παραπάνω εχτίμησην?

Σοφία: Γιατί το λαλείς τούτον?
            Είπα σας ποττέ λόον άσιημον?
            Άρκησα καμιά φορά να έρτω?

Κωστούλλα: Μμε λόον άσιημον μας είπες, μμε άρκησες ποττέ.
                     Αλλά έχω έναν παράπονον μεγάλον κόρη που λλόου σου.
                     Γιατί βάλλεις σιέρι στην ξένην την περιουσίαν?

Σοφία : Μα εγιώ κόρη Κωστούλλα? Γιατί πότε ερέξαν ριάλλια που τα σιέρκα μου
            δαμέσα τζιαι εν να τα κλέψω?

Κωστούλλα: Εν εμίλησα για ριάλλια!
                     Εν για το αλεύρι που λαλώ, τζιαι μεν κάμνεις ότι εν καταλάβεις.
                     Αφού σε είδα με τα ίδια μου τα μάθκια, κάθε νύχτα πιάννεις τζιαι
                     λλίο πριν φύεις.
                     Οξά εχαρκέσουν  είμαι μαννή τζιαι εν ήτουν να το καταλάβω?

Σοφία: Μα εν για το αλεύρι που λαλείς κόρη?

Κωστούλλα: Το αλεύρι, ναι. Να δούμε πόσον εσύναξες ως τωρά.

Σοφία Άτε κόρη μεν κάμνεις έτσι.
          Έτο βάλλω τζιαι γιω λλίον αλευρούι μες την ποθκιάν  μου τζιαι κάμνω καμιά
           πιττούαν των μωρών που με καρτερούν κάθε νύχτα νηστικά.
           Μιαν φούχταν ούλλην τζ΄ούλλην.

Κωστούλλα: Η φούχτα σου όμως εν κλέφτισσα. Αντροπή σου κόρη , αντροπή.
                     Τζιαι για να χουμεν καλόν ερώτημα, τον μιστόν  που πιάνεις ήντα μπου τον
                     κάμνεις ?
                     Γιατί εν πάεις να αγοράσεις των κοπελλουθκιών σου φαί να τρώσειν ?
                     Πέφτει μακρά το συνεργατικό να παν να πιάεις καμιάν οκάν λουφκιά τζιαι
                     θκυο οντζιές φασούλια?

Σοφία: Εν κανούν κόρη ,εν τέσσερα τα μωρά μου, γιά το γάλαν τους να πιάω, γιά το φαί   
            τους. Που να κανέσουν οι τρεις μπακκήρες.           

Κωστούλλα: Εν κανούν α?
                     Τζιαι γιατί εν ζητάς που την αρφή σου αντί ν΄αρπάσσεις σαν την
                     κρυφαλούπα?
                     Οξά εν καταδέχεσαι να γοράζεις που την αρφή σου, εν
                     καλλύτερα να πάεις να τα διάς στους ξένους?

Σοφία: Αφού σου είπα. Πιερώνεις με τζιαι πάω  ολόισια στο συνεργατικό. Πιάννω λλία
            κουθκιά γάλα, λλία όσπρια, ως που να δεις τζιαι να πεις τα ριάλλια χάνουντε.

Κωστούλλα: Εν πελλάρες που λαλείς χαρκούμαι.
                     Τζιαι μεις πσουμνίζουμε τζιαι μάσσιαλλα του ο Χαμπής μου στο κάτσιμο του
                     τρώει έναν καταραμένο, τζιαι μια χαρά κανούσιν τα ριάλλια.
                     Άτε λάμνε φεύκε τζιαι κανεί να κλαίεσαι. Εν κανούν τζ’ εν κανούν μίσιη μου.

Σοφία: Καλόν κόρη Κωστούλλα, εν θα ξαναπιάω αλευρούι, να με συμπαθάς, άτε έσιε γεια.

Κωστούλλα: Καληνύχτα, τζιαι μεν αρκήσεις αύριον, είπαμεν..

Σοφία: Καλόν κόρη, εν θα αρκήσω.























ΣΚΗΝΗ 2Η

Σοφία: Μωρούθκια μου, που είσαστε?

Αγγελική : Καλώς όρισες μανά.

Σοφία : Καλώς σας ήβρα μάνα μου, έλα Αντζιέλισσα μου να σε φιλήσω τζιαι σένα. Ήντα ?
             Πως εμιάληνες εν λιότερη η γλύκα σου καλή μου κόρη? Ως που πάεις ομορφίζεις.

Αγγελική: Μα ΄ν τα που έπαθες μανά τζιαι είσαι ούλλον μέλια πόψε?

Σοφία: Τίποτε κόρη μου, έ το εν που σας επεθύμησα, εν πολλές οι ώρες που λείπω τζ΄εν
            σας χορτάνω.
            Ούλλη μέρα εσάς έχω στο νου, εσένα τζιαι τα μιτσιά τα πολλοπάητα.

Αγγελική: Τζιαι μας λείπεις μας μανά, ούλλη μέρα πελλανίσκουν με οι μιτσιοί.
                 Πότε εν να ρτει η μάνα μας, τζιαι πότε εν να ρτει η μάνα μας.
                 Εν έχουν παρηορκά.

Σοφία: Αχ κορούα μου να σε σιει καλά ο Θεός που τους προσέχεις.
           Ήνταμ΄που ταν να κάμω χωρίς εσένα?
           Έσιεις μάλαμα καρκιά τζαι συ σαν τον μακαρίτην τον τζύρη σου.

Αγγελική : Μα, μανά? Έσιεις τίποτε? Κλαίεις?

Σοφία: Όι κορούα μου, έτο εφύσαν πελλοαέρας τζ΄εγέμωσαν τα μάθκυα μου χώμα, για
            τζείνον τζιαι τρέχουσιν.
            Να πα να τους βάλω λλίον νερό τζ΄εν να τους περάσει.

Αγγελική : Μανά, να σάσω τραπέζι ? Ε θα κάμεις πιττούες πόψε? Τα μωρά πεινούν.

Σοφία:       Εν έσιει πιττούες πόψε Αντζιελού.
                  Εν εξάρκισεν αλεύρι για να φέρω έσσω να ζυμώσω.

Αγγελική : Εν εξάρκισεν μανά? Μα, εκαταλίσετε το ούλλο?

Σοφία: Ναι κορούα μου, είχαμεν πολλές παραγγελίες σήμερον τζ΄έν έμεινεν τίποτε.

Αγγελική: Τζιαι τι εν να ταίσουμεν τα μωρά τωρά μανά που ελυσσιοπεινάσαν?

Σοφία: Σσσς, κρύψε τζιαι με φωνάζεις!
            Τζ΄αν ακούσουν ότι εν έσιει φαί εν να πιαν το κλάμαν , εν κρίμα.
            Καλλύτερα να μεν τους πούμεν τίποτε.
            Πιας΄το λαβέζι που το μαιρκό, τζιαι πήαιννε έξω τζιαι γέμωστο τσιακκιλούθκια.

Αγγελική : Τσιακκιλούθκια μανά?

Σοφία: Ναι, να κάμνω ότι μαιρεύκω κουτσιά τζιαι εν κακόψητα.
            Ε, πέρκι ξιάσουν την πείνα τους τζιαι ποτζιμηθούν.
            Τζ΄ως αύριον έσιει ο Θεός.

Αγγελική : Καλόν μανά, πάω.

Σοφία: Α Θεέ, μου που εκατάντησα η γέριμη.
            Να μεν έχω ένα βούκκο φαί να ταίσω τα παιθκιά μου, τζιαι να παρακαλώ να
            τζοιμηθούν για να μεν ακούουν τις τζοιλιές τους που κουρκουρίζουν που την πείνα.

Αγγελική : Έλα μανά, εγέμωσα το ως τη μέση, έβαλα τζιαι νερό.

Σοφία: Φέρε το να πάω να το βάλω πας την φωθκιά τζιαι λάμνε πε τους καμιάν ιστορίαν,
            τζιαι ποσκόλια τους πέρκι τζοιμηθούν.

Αγγελική: Τζιαι αν μ΄αρωτήσουν για φαί ? Ήντα μπου να τους πω?

Σοφία : Να τους πεις τωρά το βαλα πάνω τζιαι τα κουτσιά αρκούν να ψηθούν.
             Να τους πεις αν νυστάζουν να τζοιμηθούν τζ΄ότι εν να τους ξυπνήσω πον να
             ψηθεί το φαί.
             Έτσι να τους πεις. Άτε λάμνε που να σιεις την ευτζήν μου.

Αγγελική: Άμαν τους τζοιμήσω να τζοιμηθώ τζιαι γω μανά? να ξιάσω τζιαι γιω την πείνα
                 μου?

Σοφία: Να τζοιμηθείς κορούα μου, αφού φαίν εν έσιει να χορτάσετε τουλάιστον να
            χορτάσετε ύπνο.
            Η Παναία να σας ευλοεί, τζ΄η Αγιά Μαρίνα να σας φυλάει.











ΣΚΗΝΗ 3η


Σοφία: Αχ, ήμαρτον σου Θεέ μου.
            Ξέρω το πώς εν μιάλη αμαρτία η κλεψιά μα τι φταίσειν τζιαι τούτα  τα κακορίζικα   
            να μινήσκουν νηστικά?
           Συγχώρα με Παναία μου, τζιαι σου μάνα είσαι τζιαι πονείς με.
           Δίκλα νάκκον κάτω τζιαι μερίμνα για τούντα μωρά που εν   έχουν στον ήλιον μοίρα.
           Εν τζ΄έχω άλλην ελπίδα εξόν που σένα Παναία μου.(χτυπά η πόρτα)
           Ποιος ένει κατάνυχτα?
           Ποιος εν που ΄σαι τέθκοιαν ώρα?
           Ήντα γυρεύκεις ?

Γέρος: Άνοιξε που να σιεις την ευτζήν μου κόρη μου , τζ΄εν  βαρετά  τα γρόνια που
            κουβαλώ στη ράσιη μου.

Σοφία: Μα τι γυρεύκεις πόξω που την πόρτα μου τέθκοιαν ώρα παππού?

Γέρος: Άισμε να μπω έσσω να σε χαρώ τζιαι άισμε να κάτσω νάκκον τζιαι ποστάθηκα.

Σοφία : Κόπιασε παππού, έλα κόντεψε να κάτσεις ποδά στο μαιρκό που έσιει τζιαι
             καρέκλα.

Γέρος: Ευκαριστώ σε κόρη μου. Αχ, επαιδέψαν με τούτες οι ποϊνες, επέθανα που τον
            πόνον.
            Εν γεμάτα κάλλους τα πόθκια μου τζιαι υποφέρω πολλά.
           Ήτουν τζιαι μακρύς ο δρόμος, εν τζ΄είμαι τζιαι τωρασινός.
            Μα! Που ίσιωσες να πάεις την κόρη μου?

Σοφία:  Σοφίαν με λαλούν παππού.
              Πάω να βράσω λλίο νερό να γύρω μες το χαρτζιή για να βάλεις τα πόθκυα σου
              νάκκον ν΄αναπαυτούν.
             Φκάλε τες ποϊνες σου τζιαι στρέφουμε σε θκυο λεπτά.
             Μα έν μου είπες ήντα που γυρεύκεις κατά δα?

Γέρος : Έ το, ετάχτηκα να πάω στο μοναστήρι της Μεγαλόχαρης πυθαρκού που εν τζιαι
             το παναήρι, αμμά χαρκούμε εξιστράτησα.

Σοφία: Τζιαι ενυχτώθηκες μες τες στράτες παππού? Ζάβαλλι μου.
            Τζιαι τωρά που εν να πάεις?

Γέρος: Εν ηξέρω κόρη μου. Τζιαι τα πόθκια μου εν με βαστούν να  ισώννω κατάνυχτα.

Σοφία:  Να κάτσεις τζιαμέ που σαι, τζ΄εν ναιν ανάγκη να ισιώσεις πούποτε κατάνυχτα .
             Να πάεις να ππέσεις τζιαι που κανά γκρεμό τζιαι να χω τζιαι το κρίμα σου.
             Γι΄αυτό σου λαλώ.
             Κόψε το κουρί σου δαμέ, πνάσε, τζιαι που εν να ξημερώσει ο Θεός μου, πάεις
           στο καλό. Άτε, έφερα τζιαι το νερό, πρόσεχε νάκκον τα πόθκυα σου γιατί χογλά.

Γέρος: Τες ευτζιές μου να σιεις τζ΄ο Θεός να σου χαρήνει τον άντρα σου τζιαι τα παιθκιά
            σου.

Σοφία: Ευκαριστώ αμμά εν έχω άντρα παππού, έσιει κοντά ένα χρόνον που τον εχάσαμεν.
            Έχω όμως τέσσερα  μωρά, θκυο με θκυο.
            Εν έσιει ώραν που ετζοιμηθήκαν.

Γέρος: Να σου ζήσουν! Να τα σιαίρεσαι!
           Εν έσιει μιαλύτερην ευλοϊαν τζιαι χαράν που τα μωρά.
           Μα, χογλά φαί πας το λαβέζι θωρώ, ήντα καλόν μαιρεύκεις?

Σοφία: Τίποτε εν μαιρεύκω. Ε τσιακκιλούθκια που χογλούν μες το λαβέζι.

Γέρος: Μα τρώουντε τζιαι τα τσιακκιλούθκια τζ΄εν το ξερα?

Σοφία: Εν τρώουντε, μα έν είχα τίποτε να μαιρέψω των μωρών πόψε.
            Τζιαι παρά να τα κακοκαρτίσω επερίπεξα τα τζιαι είπα τους πως εν να τα ξυπνήσω
            άμα ψηθεί το φαί.

Γέρος: Ε, τζιαι ήντα φαί τους είπες ότι ψήνεις?

Σοφία: Κουτσιά!

Γέρος: Κουτσιά, α?
            Ε,λάμνε να δούμεν. Εψυθήκαν, οξά θέλουν αλλό λλίο?

Σοφία: Μα ποια να ψηθούν παππού, τα τσιακκιλούθκια?
            Εν με λυπάσαι να παίζεις με το πόνο μου τζιαι να με περιπαίζεις?

Γέρος: Εν εσού που με περιπαίζεις γέρον άνθρωπον!
            Αφού εν κουτσιά που μαιρεύκεις, εμύρησεν ο τόπος.
            Τζιαι τσιγγουνεύκεσε να μου βάλεις τζ΄ εμέναν ένα πιάτο φαί.

Σοφία:  Ποττέ τσιγγουνεύκουμε? Μακάρι να χα , τζιαι να σου βαλλα δέκα πιάτα, όι ένα.
             Έ το, να φέρω κοντά το λαβέζι να δεις ότι εν αλήθκεια που σου λαλώ.
             Δε τζιαι μανιχός σου.

Γέρος: Άνοιξε το στούππωμα να δούμε ποιος περιπαίζει ποιον.

 Σοφία: Ουυυ Μέγας είσαι Κύριε και Θαυμαστά τα έργα σου!!!

Γέρος:  Ήντα σταυροκοπιέσαι κόρη?
             Ε σου λάλουν εγώ εν κουτσιά που είσιεν το λαβέζι?
             Άτε λάμνε ξύπνα τα κοπελλούθκια σου να φάσειν τζιαι βάλε τζιαι κανέναν πιάτο
             κατά ποδά που έππεσεν τ΄αρφάλι μου.
             Άτε στρώσε τραπέζι να την κάμουμεν αμπέλι.
             Δίκλα?  Φέρε τζιαι λλίες ελιές τσακκιστές, τζιαι λλίον λάιν καλό να γύρουμεν που  
             πάνω.
             Κόψε τζιαι καμιάν ατζίαν να βουττήσουν τα μωρά μες το ζουμί να χορτάσουν.
             Ε, άτε,  φέρε τζιαι καμιάν καντήλαν κρασί στερκό να γλυκαθούμε.
             Τέλειωνε, να μεν κρυάνει το φαί.

Σοφία :   Εν καλά που λαλείς παππού, αμμά εν έχω τίποτε που τούτα ούλλα.
               Έσιει μέρες που ελείψαν τζιαι το λάι τζιαι το ψουμίν τζιαι οι ελιές.

Γέρος:   Κόρη, εν αντρέπεσαι τζιαι περιπαίζεις με πάλε?
              Εγιώ που δαμέ που κάθουμε θωρώ το τζιελλάρι σου γεμάτο.
              Είπαμεν εγέρασα, αμμά εν τζ΄είμαι τζιαι τέλεια στραός.

Σοφία :  Μα που τα είδες πάλε ? Αφού εν όφκερο
             Ουυυυ, Παναία μου, εν καλά που λαλείς παππού. Που εβρεθήκαν τούτα ούλλα?
             Εν, Θαύμα , Θαύμαν Κυρίου.
             Αγγελική?  Ξυπνάτε κόρη, ελάτε να δείτε.
             Έκαμες το θαύμα σου Παναία μου, ελυπήθηκες μας.
             Άδε δαμέ, τζιαι γάλατα, τζιαι λάθκια, τζ΄αλεύρι.
              Τζιαι κρασίν παππού, ποττέ εν είχαμεν έσσω μας κρασί.
              Μα θώρε, θώρε, φαγιά να τρώμεν ως το άλλον Πάσκα.
             Ήντα μπου εζήτησες παππού? Ελιές? Μια φίζα γεμάτη.
             Τζιαι λάιν καλόν? Να γύρεις όσο θέλεις.
             Έσιει τζιαι κρασί να πιεις να γλυκαθείς, εν να σου κάμω τζιαι γιω παρέα.
              Πόψε εν να να γλυκαθώ τζιαι με το κρασί όπως εγλυκάθηκα τζιαι που τη χαρά.

Γέρος  Μα ήντα εγονάτισες κόρη?

Σοφία  Να σου φιλήσω το σιέρι σου παππού. Να σ΄ευκαριστήσω για το καλό που έκαμες.
            Εν άγιον που εβάλαμεν έσσω μας. Εν εξηγείται άλωσπως.

Γέρος: Σηκώστου κόρη μου πάνω τζ΄εγιώ εν έκαμα τίποτε.
            Αν έσιεις πίστη εν έσιεις ανάγκην κανέναν.
            Άτε γύρε το ευλοημένον το κρασί να πιούμεν. Άτε εισ΄υγείαν.
ΣΚΗΝΗ 4η

(η νέα μέρα χαράζει και οι πετεινοί λαλούν)

Σοφία: Καλή σου μέρα παππού, ετζοιμήθηκες καλά?

Γέρος : Ζγιαν το πουλλούι.

Αγγελική: Καλημέρα σας.

Γέρος : Καλή σου μέρα κορούα μου.

Σοφία: Καλή μέρα Αντζιελού μου. Τα μωρά εν εξυπνήσαν ακόμα?

Αγγελική:   Όι μανά, τζοιμούνται του καλού τζιαιρού.
                   Έτσι φαίν που εφάαν εψές, ήντα ξέρω,  εν να τζοιμούνται ως το μεσομέρι για  
                    να χωνέψουν.
                   Μα εν μου είπες μανά. Που εβρέθηκαν τούτα ούλλα τα φαγιά?
                   Πρώτη φορά θωρώ το τζιελλάρι μας ξίτρουλλο.

Σοφία: Να ευκαριστάς το Θεό τζιαι την Παναία που τα πεψαν, τίποτ΄άλλον μεν αρωτάς.

Γέρος     Εν ώρα μου να παέννω τζιαι γιω σιγά σιγά.

Σοφία   Μα εβιάστηκες να φύεις μάνι  – μάνι παππού?
             Κάτσε να μπουκκώσεις τίποτε τουλάιστον.
             Να σου τηανίσω κανέναν αυκό τζιαι λλίο χαλλούμιν?

Γέρος : Εν θέλω τίποτε, ευκαριστώ, είμαι μια χαρά!
             Να παέννω πριν να μεσομερκάσει ,τζ΄ο ήλιος κρούζει πέτρες.
             Εν να σιεις τζιαι δουλειές να κάμεις, να με σε ξαρκώ.

Σοφία: Ου κακόν που έπαθα, εξημέρωσε τζιαι γιω είμαι δαμέ.
           Τζιαι η Κωστούλλα είπε μου να πάω που τες τέσσερις σήμερα να φουρνίσουμε.

Γέρος: Μα ποιαν εν τούτη η Κωστούλλα για?

Σοφία: Εν η αρφή μου η μιαλύτερη.
            Έσιει το φούρνο του χωρκού τζιαι δουλεύκω κοντά της.

Γέρος: Α, μάλιστα! Τρώτε φρέσκο ψουμί κάθε μέρα δηλαδή. (η Σοφία δεν απαντά)
            Οξά εν τρώτε? Γιατί εν μιλάς ?

Σοφία: Μεν με αρωτάς τίποτε!
            Εν θέλω να αννοίω κουβέντες μπροστά στους μιτσιούς.

Γέρος: Να σε αρωτήσω κάτι άλλον καλό. Πόθεν πάμε κατά το μοναστήρι?
           Γιατί κατά που θωρώ εν να πάω να φαρατζιηστώ πάλε.

Σοφία: Εν εύκολος ο δρόμος, με φοάσαι.
            Να πιάσεις το μονοπάτιν  τούτο που θωρείς τζ΄η στράτα εν να σε βκάλει έξω του  
            χωρκού.
            Που τζιαμέ έσιει ένα διχάλι, εσού να πάεις δεξιά τζιαι να βκεις ολόισια σ΄έναν
            ποταμό.
            Εν Άουστος τωρά, εν έσιει πολύ νερό, εν θα δυσκολευτείς να τον περάσεις.
            Μόλις ρέξεις τον ποταμό θα βκεις το βουνό τζιαι που την άλλην εν να δεις το
            μοναστήρι.
            Αν δε σου κάμνει πολλύν κόπον άψε τζιαι για μας κανάν τζερί στη Χάρη Της.
            Μόνο που εν έχω γρόσια να σου δώκω.

Γέρος: Με σου κακοφανεί αμμά εν εκατάλαβα λέξη τζιαι αν ισιώσω πάλε μανιχός μου μμε
            για λλόου σας εν να ΄ψω τζερί μμε για λλόου μου.
            Ε μου διάς την κορούα σου να με πάρει ως τζιη έξω στον ποταμό?
            Που τζιαμέ τζιαι τζει χαρκούμαι εν να τα βρω.

Σοφία: Να σου τη δώκω, εν έχω αντίρρηση. Μα ποιος εν να μείνει με τους μιτσιούς?
           Εγιώ πρέπει να πάω στο φούρνο, τζιαι άρκησα πολλά.

Γέρος: Αν αρκήσεις άλλο νάκκον εν εχάθην ο κόσμος.
            Εν να με πάρει μάνι μάνι τζ΄εν  να στραφεί γλήορα η κορού.
            Εν μιτσιά, έναν βουρίν, έτην πίσω.

Σοφία: Καλόν!  Αντζιελού , έλα κόρη μου που σε θέλω.
            Να πάεις με τον παππού τζιαι να του δείξεις  το δρόμο.
            Πάρ΄τον ως έξω που εν ο ποταμός τζ΄έλα μάνι μάνι πίσω, εντάξει?

Αγγελική: Εντάξει μανά.

Σοφία: Τζιαι μεν ξαρκίσεις να χαρείς, γιατί η θκεια σου καρτερά με.
            Άτε λάμνετε στο καλό.






ΣΚΗΝΗ 5η

Αγγελική: Εφτάσαμεν παππούλη. Ε τον ποταμόν, θωρείς το βουνόν ποτζεί?
                 Που την άλλην εν το μοναστήρι.

Γέρος: Έτσι μου τα πεν τζιη μάνα σου χαρκούμαι.
            Αμμά εν μου είπεν πως ήτουν έτσι  πολλή η στράτα, εξεράναν τα πόθκια μου.

Αγγελική: Κάτσε παππούλη να πνάσεις, να σου φέρω τζιαι νερό που τον ποταμό να πιεις.

Γέρος: Τζιαι που εν να το βάλεις το νερό ? Μες τες φούχτες σου?

Αγγελική: Όι, έχω το ποτηρούι μου το τσίγγενο, έδωκε μου το η μάνα μου να πιω αν
                 διψάσω.

Γέρος: Τζιαι εν νεκατσιάς να πιω εγιώ που μέσα ? Εκατό χρονών γέρος?

Αγγελική: Όι, εν νεκατσιώ.

Γέρος: Εν διψώ κορούα μου, πιε εσύ αν θέλεις. Μόνον που θέλω κάτι που λλόου σου.

Αγγελική: Πε μου παππούλη , τζ αν ημπόρω ευκαρίστως.

Γέρος: Εποστάθηκα πολλά τζια λαλώ να γύρω δαμέ να κλείσω νάκκον τα μάθκυα μου.

Αγγελική: Καλά λαλείς, μα που εν να ππέσεις? Εν σκλερό το χώμα, γεμάτο ρότσους.

Γέρος:   Ξέρω το κορούα μου, πειράζει σε να μου δώκεις την ποθκιά σου να γύρω την
             τζιεφαλή μου πάνω?

Αγγελική: Εν με πειράζει. Έλα τζιαι την ποθκιά έλα τζιαι τη μαντίλα.

Γέρος : Θέλω τζιαι κάτι άλλο. Γίνεται να τσιεκκάρεις νάκκον την τζιεφαλή μου?

Αγγελική: Να την τσιεκκάρω?

Γέρος: Ναι, για καμιά φτείρα. Αντροπή να πάω στο προσκύνημα τζιαι να΄ μαι
           φτειρκασμένος.

Αγγελική: Καλόν, να σε τσιεκκάρω, τζιαι μεν έσιεις μαράζι.
                 Αν έσιεις τζιαι καμιάν, εν να την τραβήσω με τα νύσια μου τζιαι να την
                τσακρίσω.
                Έτσι κάμνω τζιαι με τα αρφούθκια μου, εν τους αφήνω με φτείρα με κονίδι.

Γέρος:   Να σιεις την ευτζήν μου κόρη μου.
              Ε, λάλε μου να ούμε, εσιάστηκες καμιάν ?

Αγγελική:   Πόμεινε να παρατηρήσω καλά.  
                   Όι , παππού, τίποτε εν έσιει. Τα μαλλιά σου εν σιονάτα, μουσκομυρισμένα.
                   Ήνταλως τζ΄εμπήκεν σου η ιδέα ότι είσιες φτείρες?

Γέρος: Είχα λίην φαούρα,αμμά αλώπως εν που εν πυρά τζιαι δρώνει η τζιεφαλή μου.
            Γροίκα όμως τωρά τούτον που εν να σου πω.
            Εγιώ εν να κλείσω νάκκον τα μάθκυα μου, τσας να μου περάσει η ποστασιά.
            Αμμά εσού έσιε έννοιαν τζιαι άλλο νάκκον εν να κατεβεί ο ποταμός.

Αγγελική: Μα μες το κατακαλότζαιρο να κατεβεί ο ποταμός?
                  Μα είσαι σίουρος παππού?

Γέρος: Ναι, σίουρος τζιαι κρολοήθου καλά.
            Στην αρκήν εν να κατεβεί ένας ποταμός ξιμαρισμένος  τζιαι πισσωμένος.
            Εν ναν ολόμαυρος ζγιαν το κατράμι.
            Να μεν με ξυπνήσεις.
            Μετά εν να κατεβεί ένας άλλος ποταμός, που εν ναν ολόγρουσος.
            Άμαν κατεβεί ο γρουσός ο ποταμός τότε να με ξυπνήσεις.
            Εκατάλαβες καλά?

Αγγελική:   Εκατάλαβα παππούλη.
                   Τζοιμήθου εσύ τζιαι που εν να ρέξει ο γρουσός ο ποταμός  εγιώ εν να σε
                   Ξυπνήσω, μεν έσιεις έννοια.
                
(ο γέρος κοιμήθηκε και μετά από λίγο όπως τα είπε ο γέρος κατέβηκε ο μαύρος ποταμός)

Αγγελική: A Παναγία μου, εν καλά που είπεν ο παππούς.
                 Ε τον που κατέβηκεν ο ποταμός, ξιμαρισμένος τζιαι ολόμαυρος.
                 Εν να μας πάρει τζ΄εμάς μαζί του.
                Μα δε, μα δε, ξιμαρισιές που έσιει μέσα, πουλιά ψοφησμένα, κάττους, πετσιές.
                Κύριε ελέησον.
              
(μετά από την κάθοδο του μαύρου ποταμού ήρθε και η σειρά του χρυσού ποταμού)

Αγγελική:  Έ τον τζιαι τον γρουσόν τον ποταμό που κατεβαίνει ολόλαμπρος.
                  Ξύπνα παππού, ξύπνα .
                  Ε τον που κατέβηκεν ο ποταμός ο ολόγρουσος. Εθαμπώσαν τα μάθκυα μου
                  που την γυαλάδα.
                  Ξύπνα , ξύπνα να δεις. Σαν να τζ΄εππέσαν σίλια αστέρκα μέσα.

Γέρος: Καλώς τον καλοσώρισε, μ΄ασήμιν τζιαι χρυσάφι
           Καλήν ζγιαν έσιεις τη ψυσιήν, θωρείς τζιαι το ποτάμι
           Τα δώρα του αξίζουν σου, γιατί η καρκιά σου εν κήπος
           Τζ΄η μάνα σου καλλύτερη, σε προκοπήν τζιαι ήθος
           Ο ποταμός κατέβηκεν, μιαν κόρην να χρυσώσει
           Λάμνε τωρά στη μάνα σου, για να σε καμαρώσει

Αγγελική: Μα ήνταλως με έκαμες έτσι παππούλη?
                 Ήντα μπου είναι τούτα ούλλα?
                 Εγέμωσαν οι πούτζιες μου λίρες χρυσές, ο λαιμός μου σταυρούς τζιαι αλυσίδες 
                 τζιαι τα σιέρκα μου μαλαματένια βρασιόλια, τι εν να τα κάμω τούτα ούλλα εγώ?
                 Ποιου είναι τζιαι εβρεθήκαν πάνω μου?
                 Άραγες σου να τα σύρω πίσω? Οξά εν δικά σου?

Γέρος:     Όι κορούα μου, που δαμέ τζιαι να πάει ε δικά σου, χαλάλι σου ως το ένα.
               Λάμνε τωρά πάεννε στη μάνα σου να της τα πάρεις να σου τα φυλάξει.
                Όσον για τις λίρες τις γρουσές να της πεις πως της τες έπεψα , τζιαι ώσπου ζιει
                να μεν ξαναδουλέψει.
                 Άρτους τζιαι πίττες πιον μόνον για τα παιθκιά της να ζυμώνει.
                 Άτε στο καλό, στην ευτζή μου.

Αγγελική: Σίλια ευκαριστώ, εν να πεθάνει που τη χαρά της η μάνα μου. Σίλια ευκαριστώ.

Γέρος: Το Θεόν να ευκαριστάς, άτε τωρά λάμνε στην ευλογίαν Του.


















ΣΚΗΝΗ 6η

Αγγελική:  Μανά, μανά , που είσαι?
                  Έλα γλήορα να δεις τζιαι ναι μεν πιστέψεις.

Σοφία: Μα ήντα φωνάζεις κόρη?
            Έλα μέσα τζιαι ήρτεν τζιαι η θεία σου.
            Α Παναία μου, μα ήντα μπου ναι τούτα ούλλα κόρη μου?
            Έπεψα σε με τα τσιουλιά τζ΄εστράφηκες μου ολόγρουση?

Κωστούλλα: Ολόγρουση ακούω?  Μα η κόρη σου?
                     Θώρε την εν αλήθκεια . Μα, δε μου την που λάμπει ζγιαν τον ήλιον.
                    Που τα ήβρες εσού κόρη τούτα ούλλα?
                    Πόθεν τα εσύναξες τζ΄εν να βρουμε τζιαι τον μπελάν μας με το τσαούσιη?

Αγγελική:   Ούτε τα εσύναξα ούτε τα έκλεψα θκεια.
                   Μανά , ο παππούς που μου πες να πάρω κάτω στον ποταμό, τζείνος μου τα
                   έδωκε,  εκατέβηκεν ένας γρουσός ποταμός, εβούττησε με μέσα τζιαι έφκαλε
                   με ολόγρουση.
                   Α, τζιαι έδωκε μου τζιαι λίρες γρουσές να σου τες φέρω, για να μεν ηγρειαστεί  
                   να ξαναδουλέψεις.
                  Έτσι μου παρήτζειλεν να σου πω.

Κωστούλλα:   Ώστε έτσι σου παρήτζειλεν να της πεις? Άτε κόρη Σοφουλλού!
                       Φέρε τζιαι λλία παλλούτζια να σου τα κάμει τζιαι τζείνα γρουσά, τζιαι έσιει
                       γιόρκι φαίνεται ο γέρος.
                       Εγιώ δηλαδή να με σε καρτερώ που δαμέ τζιαι να πάει.
                       Εν νομίζω να σιεις ανάγκην πιον τες τρεις μπακκήρες που σου διά η
                       κακορίζιτζη η αρφή σου.

Σοφία : Αν με έσιεις ανάγκην έρκουμε κόρη τζ΄εν πειράζει.
             Τζιαι κόρη, αν θέλεις να σου δώσω λλίες λίρες.
              Εν πολλά τα ριάλλια, ήντα μπον να τα κάμω τούτα ούλλα εγιώ?

Κωστούλλα: Τζιαι ποιος σου είπεν κόρη ότι καταδέχουμε να πιάω τα ριάλλια σου?
                      Τζ΄αν ναιν κλεψιμιά?
                      Όι, εν θέλω τίποτε , ούτε στον φούρνο να ξανάρτεις θέλω.
                      Εν σ΄έχουμεν ανάγκη.
                      Αν σ΄εν καλά τα θκυο μου σιέρκα ζυμώννω τζιαι μόνη μου τα ψουμιά.
                      Άτε φεύκω τζιαι μέτρα τες καλά τες λιρούες σου, μιαν μιαν.

Σοφία:  Στο καλόν Κωστούλλα , τζιαι σιαιρετίσματα στον άνδρα σου τζιαι στην
             Κατινούλα. Τζιαι να κοπιάσετε όποτε θέλετε, η πόρτα μας εν πάντα ανοιχτή.

ΣΚΗΝΗ 7η


Χαμπής: Κόρη Κατίνα, μα που εν η μάνα σου τζ΄εφαραντζίστην?

Κατίνα: Επήεν ποτζεί στο σπίτι της θείας της Αντζιελούς να δει γιατί εν ήρτεν το πρωί
              που την εκαρτέραν.

Χαμπής: Όππα? Τζ΄έπιαν΄την ο φόος άμπα τζ΄έπαθεν τίποτις η αρφή της?
               Έτο, εποτζοιμήθηκεν αλώπως, εσύβρασε μες το στρώμαν τζ΄εν εκυάρε να
               ξιτρυπώσει.

Κωστούλλα: A,μάνα μου ,μάνα μου!
                     ‘Ελα φέρε μιαν τσαέρα ρα Κατίνα, τζ΄εν να δώκω κάτω.
                   
Χαμπής: Μα ήντα παθες ρα Κωστούλλα?
               Είδες το χάρο τίτσιρο τζ΄ήρτες ξισκοπισμένη?

Κωστούλλα: Κάτσε να σου τα πω γιατί εν ναιν κουβέντα για να γίνεται στο πόιν τούτη.

Χαμπής:    E, λάλε να ούμε.
                  Έπαθεν τίποτε η αρφή σου? Γιατί εν ήρτε που το πορνόν δουλειά?

Κωστούλλα: Την Σοφία ξίαστην τζ΄εν θα ξαναπατήσει το πόι της έσσω μας. Εκατάλαβες?

Χαμπής: Τζιαι γιατί κόρη? Ήβρεν αλλού δουλειά να παέννει?

Κωστούλλα: Ούτε αλλού ήβρε μα ούτε τζιαι δαμέ εν να ξαναδουλέψει. Εν έσιει ανάγκην
                      πιον.

Χαμπής: Μα ήντα μπου λαλείς σιόρ?

Κωστούλλα: Βρίσσε τζ΄άκουε.
                     Επήεν έναν γέρος έσσω της εψές τζ΄ετζοίμησεν τον τζιαμέ.
                     Που έφυεν επήρεν τη μιτσιά μαζί του να του δείξει το δρόμο.

Χαμπής: Μα ποιαν,  την Αντζιελού?

Κωστούλλα:  Ναι! Τζιαι άκου τζιαι το καλλύτερο. Έπεψεν την πίσω ολόγρουση.
                      Φορτωμένη λαλώ σου που πάνω ως κάτω.
                      Ως τζιαι τες πούτζιες της εγέμωσεν τες λίρες.

Χαμπής:  Μπράβο, ποιος της το παραλάλισε της Σοφίας ότι ήταν να αννοίξει η τύχη της
               έτσι?
               Γιατί εν της είπες να σου δώκει σε σένα λλίες λίρες γρουσές?
               Εν τζ΄ήταν να σου αρνηθεί.

Κωστούλλα: Σιγά να μεν προππέσω της αρφής μου τζιαι να της ζητήσω ριάλλια.
                     Κάλλιον να μου κοπεί το σιέρι παρά να πιάω ριάλλια που λλόου της τζείνης.

Χαμπής: Ε, αφού το γινάτι σου εν πιο πολύ που το νου σου κάτσε ζύμωνε μόνη σου
               τζιαμέ.
               Εγώ φεύκω να με σε θωρώ τζ’ εύκαλες μου το γαίμα πας την τζιεφαλή μου.
               Ξερή κκελέ.

Κωστούλλα: Ποτζεί τζιαι τζει! Τζιαι μεν ξιάσεις το βουρτζιήν.

Κατίνα: Άτε μανά, μεν κάμνετε έτσι.

Κωστούλλα: Bρύξε ρα τζιαι σου, που μου κατσες τζιαι κρολοέσε, τζιαι κάμε καμιά
                     δουλειά, αχαίρευτη.
                     Εν θωρείς που μεινα μόνη μου?
                     Λάμνε να φέρεις κανά σατσίν αλέυρι να αρκέψουμε, τζιαι τα ψουμιά εν
                     ζυμώνουνται που μόνα τους.
                     Ακόμα δαμέ είσαι?

Κατίνα: Μανά?

Κωστούλλα: Ήντα μπου θέλεις πάλε?

Κατίνα: Έσιει έναν γέρο πόξω που το ξοπώρτι τζιαι θωρεί μες το σπίτι.
              Έτον που έρκεται μέσα.

Γέρος: Ώρα καλή.

Κωστούλλα: Ήντα που τες γειτονές μας γέρο? Θέλεις τίποτε?

Γέρος: Έ το την κόρη μου, εν να πάω προσκύνημα στο μοναστήρι αλλά εχάθηκα τζιαι
            είμαι τζιαι πολλά ποσταμένος, έσιει ώρες που παρπατώ, εκατακόψαν με τζιαι οι
            ποϊνες.

Κωστούλλα: Ε, τζιαι που μέναν ήντα μπου θέλεις?
                     Έσιει τζιαι καφενέν το χωρκό, λάμνε να ξιποσταθείς τζιαμέ,  να πιεις τζιαι
                      καφέ.

Γέρος:    Εν έχω κόρη μου ριάλλια να πάω στον καφενέ.
               Να χαρείς ότι αγαπάς άισμε να κάτσω νάκκον δαμέ στον νοσιόν τζιαι φέρε μου
               καμιάν κόρτα ψουμί να βάλω μες το στόμα μου.

Κωστούλλα: Να σου σφάξουμεν τζιαι καναν πουλλί γέρο να σου κάμουμεν με τα
                     μακαρούνια ?
                      Μα ήντα καλός που είσαι, ήβραμεν τζιαι θκιακονιτή που το ξημέρωμα.
        Κόρη Κατίνα, έσιει κάτι χτεσινά ποξαμάθκια φέρε κανά θκυο του γέρου να φάει.

Γέρος:   Μα ποξαμάτιν κόρη μου? Εν τζ΄έχω δόντια να μασήσω.
              Εν έσιεις τίποτε πιο μαλακτό?

Κωστούλλα: Εν έχω τίποτε. Κατίνα, φέρε του τζιαι μιαν καντήλα νερό να τα βουτήσει να
                     μαλαθκιάνουν.

Γέρος: Καμιάν καντήλαν κρασί εν έσιεις?

Κωστούλλα: Κρασί έχω αμμά έν ναιν για την αφεντιά σου.
                      Πιε το νερό τζ΄ εν τζιαι πολύ σου.
                      Φάε τα ποξαμάθκια σου μάνι μάνι τζιαι  λάμνε που τζιαμέ που ρτες.

Γέρος:   Ευκαριστώ. Να παέννω καλό να μεν είμαι μες τα πόθκυα σας.
              Έρκουμαι που πολλά μακρά όμως τζ΄εν ηξέρω πόθεν παν εις το μοναστήρι.
               Αφήνεις την κόρη σου να μου δείξει το δρόμο?

Κωστούλλα: Καλόν πελάν σε ήβραμεντε γέρο σήμερα.
                     Αν είναι για να φεύκεις ας σου δείξει τζιαι το δρόμο.
                     Κατίνα! Λάμνε πάρε το γέρο ως έξω του χωρκού τζιαι δείξε του το δρόμο για
                     το μοναστήρι.
                    Τζιαι κάμνε γλήορα γιατί θκυο σιέρκα έχω!













ΣΚΗΝΗ 8η

Γέρος : Ήντα μπου σε λαλούσιν δεσποσύνη?

Κατίνα: Εν ναιν που τη δουλειά σου, άτε τέλειωνε, παρπάτηννε τζιαι καρτερά η μάνα μου.

Γέρος: Εν τζιαι μπορώ να πάω πιο γλήορα την κόρη μου, εν τζ΄έχω τα χρόννια σου.

Κατίνα: Ήντα τα θελες τα προσκυνήματα καλό, αφού εν σώνεις τα πόθκυα σου?
             Έτο εφτάσαμε, κανεί να παραπονιέσαι.
             Ρέξε τον ποταμό τζιαι αν τα καταφέρεις τζιαι εβείς το βουνό τζ΄εν
             γκρεμμοτσακκιστείς  που την άλλην μερκάν εν το μοναστήρι.

Γέρος : Να χαρείς κορούα μου με φύεις ακόμα, φέρε μου νάκκον νερό να πιω τζιαι
             δίψασα πολλά.

Κατίνα: Τζιαι που εν να σου το βάλω?
              Εν τζιαι κραώ μμε κούζα μμε ποτήρι, αλλά τζιαι να κράτουν εν επήαιννα να
              ξιμαρτιστώ μες τα βορβόνερα.

Γέρος: Άτε εν πειράζει καλό. Μα πριχού φύεις έλα ασκόπα νάκκον την τζιεφαλήν μου
           γιατί χαρκούμαι εφτύρκασα τζιαι έχω πολλή φαούρα.
           ασκόπα να ούμεν, έχω καμιάν?

Κατίνα:   Σιήψε να δω?
              Ου Παναία μου, πατούρι φτείρες τζιαι κονίθκια , τράβα τζει τζιαι ννα
              με γεμώσεις.
              Φύεν ολάν που δαμέ τζ΄ενεκάτσιασα. Παλιόγερε ξιμαρισμένε.

Γέρος: ¨Εχω πολλές α?

Κατίνα: Ήντα χαρκούμαι εν να σιεις τζιαι τσιβίτζια. Να πάω να φύω να με σε θωρώ άλλο.

Γέρος: Πριν φύεις θέλω σε κάτι. Εγώ λοαρκάζω να τζοιμηθώ λίον τζιαι θέλω μείνεις δαμέ.
            Όπου τζιαι να σαι εν να κατεβεί ο ποταμός.

Κατίνα: Σιγά να μεν κατεβεί τζιαι ο Θεός.

Γέρος : Κανεί να βλαστημάς τζιαι άκουε.
            Στην αρκήν εν να κατεβεί ένας ποταμός ολόλαμπος ολόγρουσος, με γυαλιστά νερά.
            Να μεν με ξυπνήσεις.
            Μετά εν να κατεβεί ένας ποταμός ξιμαρισμένος  τζιαι φουτουνιασμένος.
            Εν ναν ολόμαυρος ζγιαν το κατράμι.
            Εσού να με ξυπνήσεις που εν να κατεβεί ο μαύρος ο ποταμός.
            Εκατάλαβες καλά?

Κατίνα:  Αθκειάσην έσιεις , καλόν πελάν σε ήβρα σήμερα πας τη κκελλέ μου.
               Άτε τζοιμήθου να δούμε.

Κατίνα: Να πάω να φύω τζιαι άης΄τον τούτον να τζοιμάται δαχαμέ, πέρκι ριάσει τζιαι
             φκάλει ψόφο να πνάσουμε.
             Εν να χω τζιαι την άλλη να φωνάζει που άρκησα.
             Ου, μα ήντα μπου ναι τούτο?
             Εν ο ποταμός τζιαι κατεβαίνει?
             Μα δε που είσιε δίκιον ο πατσιόγερος.
             Μα θώρε, θώρε, ήντα παράξενον χρώμαν έσιει, σαν να τζιαι γεμάτος γρουσάφι.
             Μα που επήεν το νερό τζιαι τι είναι τούτον το μαύρο πράμαν που τζυλά κατά δα?
             Ξύπνα γέρο τζ΄αλώπως εν ο μαύρος ο ποταμός που λάλες τζιαι κατεβαίνει, ξύπνα !
             Μα τι κάμνεις ? Άφης΄με , μεν με βουττήσεις μέσα……

Γέρος: Καλώς τον καλωσόρισε, μαύρον σαν το κατράμι,
            Μαύρην ζγιαν έσιεις  τη ψυσιήν, θωρείς τζιαι το ποτάμι
            Λυπούμαι σε μ΄αξίζει σου, γιατί η καρκιά σου εν πέτρα
            Τζ΄η μάνα σου σιειρόττερη, τους βούκκους μου εμέτραν
            Ο ποταμός κατέβηκεν, κατράν να σε γεμώσει
            Λάμνε τωρά στη μάνα σου, για να σε καμαρώσει

            Τζιαι πάρ της τζ΄ένα μήνυμα, που ένα γέρο φτείρη
            Που τη κκελέ της έχασεν, μεγάλο κκιλιπίρι
            Ολόγρουσος ο ποταμός, μα λλίοι τον θωρούσιν
            Χρυσώννει τζείνους που εν έχουν, μα ξέρουν να διούσιν.
           
            
           

           
             














































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Νοέμβρης

  Αρέσκει μου τούτη η εποχή Έσιει μια γλυκάδα που δεν την έσιει κανένα καλοκαίρι. Ούτε πυρώνεις ούτε κρυώνεις, είσαι άνετος εσύ μέσα στο σώμ...