Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν εφιαλτικές. Ο σερ Τόμας δεν μου επέτρεψε να επιστρέψω ξανά στο σπίτι μου και με τοποθέτησε σαν ένα από τα ακριβά του μπιμπελό σε ένα από τα νότια δωμάτια του σπιτιού που για χρόνια είχε κλειδωμένο και αχρησιμοποίητο.
Το ίδιο βράδυ η Μάρθα με οδήγησε στο «κελί» μου και ανοίγοντας ένα μπαούλο έβγαλε μια μακριά φανελένια νυχτικιά, που είχε κιτρινίσει από την κλεισούρα και μύριζε μπόχα.
- Φόρεσε αυτό για απόψε κυρία και από αύριο θα βάλω μπρος να σου ράψω ωραία φορέματα, ο κύριος μας παράγγειλε υφάσματα και διέταξε να σε ντύνω σαν πριγκηπέσα. Τίποτα δε θα σου λείψει απ’ εδώ και πέρα.
(Άντε πάλι το ίδιο τροπάριο, αχ βρε Μάρθα, το ίδιο ποίημα απαγγέλλεις σαν και τη μάνα μου , αλλά τι φταις και συ , δεν λέω καλά που έχω και σένα )
- Ευχαριστώ Μάρθα.
- Καληνύχτα κυρία.
Κυρία, εμένα αποκαλεί κυρία ? Που πήγε το Κάσι μου , που πήγε η οικειότητα, που πήγε η ζεστή αγκαλιά ? Αυτό πάει να πει κυρία ? Να΄ μαι καταδικασμένη να με κρατούν όλοι σε απόσταση , δείχνοντας μου τον σεβασμό που πρέπει , καταδικασμένη σε μοναξιά από όλους και όλα ?
Το πρώτο βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου, η νύχτα ήταν φωτεινή και ξαπλωμένη επιθεωρούσα το «κελί» μου στρέφοντας το βλέμμα πότε προς το ταβάνι και τον βαρετό πολυέλαιο που κρεμόταν στο κέντρο, και πότε προς την πόρτα, που την είχαν κλειδώσει από έξω. Ακόμα προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω το κακό που με βρήκε, έγιναν όλα τόσο γρήγορα που νόμιζα ότι ήταν ένα όνειρο, ένα παιγνίδι της φαντασίας μου. Οι φιγούρες και τα πορτρέτα στους τοίχους με κοίταζαν παράξενα σαν να με ρωτούσαν τι γύρευα εγώ και τάραζα την ησυχία τους και εγώ τους έβλεπα γλυκά και ικετευτικά προσπαθώντας να κερδίσω την αποδοχή τους. Ξαφνικά το βλέμμα μου σταμάτησε απέναντι, στον καθρέφτη που βρισκόταν στην πόρτα της ντουλάπας.
Είδα τον εαυτό μου ανακαθισμένο στο κρεβάτι, τα μαύρα μου μαλλιά ξέπλεκα και πλούσια να είναι απλωμένα πάνω στους ώμους και τα στήθη μου που μόλις άρχιζαν να σκληραίνουν και να φουσκώνουν . Κοίταξα τα μάτια μου που φάνηκαν να κοιτάζουν μια ξένη, δεν είμαι εγώ αυτή, ποια είναι αυτή; Σηκώθηκα αργά και προχώρησα πιο κοντά στον καθρέφτη. Άγγιξα τα χέρια μου στο παγωμένο γυαλί , άγγιξα μετά τα μαλλιά μου και χαμογέλασα χαζά στον εαυτό μου. Άνοιξα τις κορδέλες του κιτρινισμένου νυχτικού και το άφησα να γλιστρήσει στο πάτωμα. Το κορμί μου φωτίστηκε από το φως του φεγγαριού που ξεπρόβαλλε ντροπαλά πίσω από ένα ταξιδιάρικο σύννεφο.
Το γυμνό μου είδωλο κατέλαβε τον καθρέφτη με το ολόγιομο φεγγάρι σε τέλεια αρμονία, η στιγμή είχε φτάσει. Αποφάσισα απόψε , στο δωμάτιο αυτό , και ορκίστηκα , με μάρτυρα την πανσέληνο, να αφήσω τη ψυχή μου στο γυαλί αυτό , η Κασσάνδρα πια δε θα κατοικεί σε αυτό το κορμί αλλά σε αυτό τον παγωμένο καθρέφτη. Κόλλησα το κορμί μου στον καθρέφτη αφήνοντας τη ψυχή μου να βγει από μέσα μου και να εισχωρήσει στη νέα της κατοικία.
Το γυαλί ήταν παγωμένο και η βραδιά ψυχρή, ανατρίχιασα και μάζεψα από το πάτωμα και ξαναφόρεσα την νυχτικιά μου . Επέστρεψε στο κρεβάτι και χώθηκα στα μάλλινα σεντόνια προσπαθώντας να ζεσταθώ. Ξανακοίταξα στον καθρέφτη και χαμογέλασα, ένοιωθα ότι είχα βρει τρόπο να σωθώ, βγάζοντας από το κορμί μου τα αισθήματα και τη ψυχή μου, τίποτα από εδώ και πέρα δε θα μπορούσε να μου κάνει κακό. Τίποτα, αφού δεν θα ήμουν πια εγώ , χαμογέλασα με ικανοποίηση με το ιδιοφυές σχέδιο που σκέφτηκε το εφευρετικό μου μυαλουδάκι.
Αυτό ήταν , αυτό θα έπαιρνε , ένα άψυχο κορμί, μια κούκλα με δέρμα και οστά αλλά χωρίς καρδιά. Η καρδιά και η ψυχή μου θα είναι από εδώ και πέρα κλειδωμένα σε ετούτο εδώ το δωμάτιο , στον παγωμένο καθρέφτη , για να τα βλέπω μόνο όταν θέλω εγώ και το μυστικό μου δε θα το ξέρει κανείς παρά μόνον εγώ .Ησύχασα και παρηγορήθηκα , αφού κανείς άλλος δεν μπορούσε να με προστατέψει ας το έκανα λοιπόν εγώ. Εγώ θα με προστάτευα , εγώ θα με φύλαγα καλά . Εγώ, η Κασσάνδρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου